Του Σπύρου Καραλή.
Σκέφτηκα πολύ να κάνω μια έκκληση στους Έλληνες πιστούς χριστιανούς, αυτούς που κακώς η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία τους αποκαλεί «ετερόδοξους».
Τελευταία, διαβάζω τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας και ασχολούμαι γενικά με τη γνώση της Ορθόδοξης Θεολογίας.
Πολλοί δεν το γνωρίζουν, αλλά ο όρος «Πατέρες της Εκκλησίας» καθιερώθηκε επίσημα στην ορολογία της Θεολογίας για πρώτη φορά από Γερμανό Διαμαρτυρόμενο Θεολόγο, τον Γκέρχαρτ, του 17ου αιώνα, σε επιφανείς χριστιανούς με χάρισμα διδασκαλίας και συγγραφική δράση ιδίως κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Γνωρίζω την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία. Αλλά το τραγικότερο είναι ότι αυταπατάται, θεωρώντας πως είναι η κατεξοχήν «πατερική» εκκλησία, όταν αυτό είναι ένας μύθος, ένα μεγάλο ψέμα, και έχει καταφέρει σ’ αυτό να πείσει και τις άλλες «ετερόδοξες» Εκκλησίες.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει πνευματική σχέση με τους Πατέρες της για τους οποίους καυχιέται και μιλά αδιάκοπα –υπάρχει μόνο μια στενή, άψυχη και αλλοιωμένη ιστορική εκκλησιαστική συνέχεια.
Συγγενεύει δογματικά μόνο με ορισμένους πολύ κατοπινούς Πατέρες -αν και αυτός ο τίτλος δεν τους αξίζει- από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό και μετά, ύστερα από τον 7ο αιώνα, αλλά ακόμα και από αυτούς ελάχιστα εφαρμόζει από την πίστη τους στη διδασκαλία της και στην πρακτική ζωή της Εκκλησίας της.
Τι έχουν κάνει όμως οι σημερινοί διαστρεβλωτές πανεπιστημιακοί θεολόγοι της;
Πήραν με την λαβίδα ό,τι τους συνέφερε, αν κάπου οι Πατέρες έκαναν λάθος, και πάνω σε μια φράση ή μια γνώμη τους έχτισαν ολόκληρα θεολογικά συγκροτήματα, αγνοώντας ό,τιδήποτε άλλο εκείνοι είπαν που τους καταδίκαζε.
Μάλιστα συχνά αναφέρουν ρητά των Πατέρων έξω από τα συμφραζόμενα τους ή την εποχή και την κατάσταση στην οποία ειπώθηκαν, κάνοντας μια κατάφορη διαστροφή των λεγομένων τους, όπως κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι διάφοροι αιρετικοί με την Αγία Γραφή. Την βασική ευθύνη για τη σημερινή κατάντια της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχουν οι Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι της, όχι τόσο οι υπόλοιποι κληρικοί ή λαϊκοί που έχουν άγνοια, γιατί οι πρώτοι «καταπνίγουν την αλήθεια με αδικία» (Ρωμαίους: 1:18).
Στις διδασκαλίες τους βασίζονται όλοι οι υπόλοιποι με όλο το θεολογικό τους αντιβιβλικό οικοδόμημα.
Οι περισσότεροι από αυτούς ενώ γνωρίζουν την αλήθεια και σε πολλά συγγράμματά τους αναγκάζονται να την παραδεχτούν, πράγμα που το αντιλαμβάνεται ο προσεκτικός αναγνώστης, εν τούτοις εκεί που άπτονται δογματικών θέσεων διαστρεβλώνουν την αλήθεια ή την αποσιωπούν καθαρά από ιδιοτελείς λόγους.
Μερικές φορές μάλιστα ο αναγνώστης μένει κατάπληκτος όταν διαβάζει τα συγγράμματα των Πανεπιστημιακών θεολόγων.
Βλέπει να υποστηρίζονται δύο αντίθετες θέσεις στο ίδιο θέμα που αλληλοαναιρούνται, γιατί ενώ η επιστημονική τους κατάρτιση τους αναγκάζει να παραδεχτούν αλήθειες που τους δυσαρεστούν, θέλουν συγχρόνως να υποστηρίξουν τα σημερινά αντιβιβλικά δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η παρακμή και οι θεολογικές διαστρεβλώσεις υπεισήλθαν σταδιακά στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μαζί με την απομάκρυνση από την καθαρή διδασκαλία των Γραφών.
Οι πιστοί των διαφόρων «ετερόδοξων» εκκλησιών που είναι προσκολλημένοι στη γραφική διδασκαλία (έστω και αν διαφωνούν σε δευτερεύοντα δόγματα μεταξύ τους) προέρχονται συνήθως από τα λαϊκά στρώματα του Ελληνικού λαού και όχι από κληρικούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ούτε από θεολόγους της. Έτσι δεν γνωρίζουν τη διδασκαλία των διαφόρων εκκλησιαστικών Πατέρων.
Αναφέρομαι ως επί το πλείστον στους πιστούς των Ευαγγελικών Εκκλησιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνω και τις Πεντηκοστιανές, γιατί αυτές οι τελευταίες είναι ένας κλάδος την Ευαγγελικών Εκκλησιών.
Αυτοί οι αδελφοί μας –μεταξύ των οποίων και εγώ- όταν διαβάσαμε την Αγία Γραφή και το Άγιο Πνεύμα φώτισε τα πνεύματά μας και αναγεννηθήκαμε, προσκολληθήκαμε με πάθος στη Γραφική διδασκαλία και καλά κάναμε.
Επειδή όμως πολλοί από εμάς κατηχηθήκαμε στην πίστη από ξένους ή Έλληνες Χριστιανούς, επηρεασμένους από Εκκλησίες του εξωτερικού, και λόγω του ότι αισθανόμασταν απέχθεια προς την Εκκλησία, από όπου απομακρυνθήκαμε, επειδή εκεί είδαμε ψεύδος, κακία, υποκρισία και διαφθορά, απορρίψαμε αναφανδόν κάθε βαθύτερη γνώση της διδασκαλίας της πατρογονικής μας Εκκλησίας αποδεχόμενοι πλήρως, και συχνά άκριτα, τις παραδόσεις του εκκλησιαστικού δόγματος που μας ευαγγέλισε.
Ακούγοντας μάλιστα Ορθόδοξους να μιλούν και να αναφέρονται κατά κόρον στους Πατέρες, για να δικαιολογήσουν τις δογματικές διαστρεβλώσεις που έκαναν στην αποστολική διδασκαλία όπως αυτή αναφέρεται στις Γραφές, συμπεράναμε ότι όλοι οι Ορθόδοξοι Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν λάθη, συνεπώς είναι ανάξιο λόγου να ασχοληθούμε μαζί τους.
Έτσι εμείς οι Έλληνες πιστοί, εκτός από τη μελέτη της Αγίας Γραφής, στραφήκαμε στη μελέτη επιφανών χριστιανών άλλων χριστιανικών δογμάτων, για να οικοδομηθούμε και να αυξηθούμε στη χριστιανική πίστη, και ιδιαίτερα Διαμαρτυρομένων.
Μελετήσαμε συνεπώς τη διδασκαλία του Λούθηρου ή του Καλβίνου, καθώς επίσης του Σπέρτζον, του Γουέσλεϊ, του Γκοντέ και άλλων.
Βεβαίως όλοι αυτοί οι μεγάλοι χριστιανοί διαφορετικών δογμάτων και ιδρυτές Εκκλησιών του εξωτερικού ήταν σπουδαίοι και επιφανείς πιστοί του Ιησού Χριστού, και ο Θεός τους χρησιμοποίησε πολύ στις χώρες τους, για να κάνει μεγάλο πνευματικό έργο. Τα ονόματα όμως αυτά ως επί το πλείστον δε συγκινούν, δεν λένε τίποτα στον μέσο Έλληνα, που καλώς ή κακώς ταυτίζεται από παράδοση με την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία του. Του φαίνονται άνθρωποι ξένοι και απομακρυσμένοι από τον πολιτισμό και την ιστορία του. Δεν τους αγγίζουν, δεν τους θεωρούν δικούς του.
Έτσι οι λεγόμενες «ετερόδοξες» εκκλησίες έχουν μείνει στο περιθώριο μέσα στο θρησκευτικό γίγνεσθαι του ελληνικού λαού σαν ένα ξένο φυτό που δεν εγκλιματίζεται στον τόπο μας.
Γι’ αυτό δυστυχώς και δεν μπορέσαμε εδώ και 150 χρόνια να μεταδώσουμε τον ζωντανό Χριστό σε μεγάλα τμήματα του λαού μας, παρόλον ότι τα μέλη των εκκλησιών μας αποτελούνται ως επί το πλείστον από πιστούς αναγεννημένους ανθρώπους από το Πνεύμα του Θεού, και σίγουρα αληθινούς χριστιανούς σε σχέση με τη μάζα των τυπικών Ορθοδόξων.
Προσκρούσαμε πάνω στον τοίχο της πολιτισμικής πνευματικής διαμόρφωσης, των συνηθειών και της παράδοσης του ελληνικού λαού ως προς τον τρόπο εκδήλωσης της θρησκευτικής του ευσέβειας και δεν τον ξεπεράσαμε. Απομακρυνθήκαμε από τα λόγια του Αποστόλου Παύλου:
«Διότι ελεύθερος ων πάντων εις πάντας εδούλωσα εμαυτόν, διά να κερδήσω τους πλειοτέρους· και έγεινα εις τους Ιουδαίους ως Ιουδαίος, διά να κερδήσω τους Ιουδαίους· εις τους υπό νόμον ως υπό νόμον, διά να κερδήσω τους υπό νόμον· εις τους ανόμους ως άνομος, μη ων άνομος εις τον Θεόν, αλλ’ έννομος εις τον Χριστόν, διά να κερδήσω ανόμους· έγεινα εις τους ασθενείς ως ασθενής, διά να κερδήσω τους ασθενείς· εις πάντας έγεινα τα πάντα, διά να σώσω παντί τρόπω τινάς. Κάμνω δε τούτο διά το ευαγγέλιον, διά να γείνω συγκοινωνός αυτού» (Α’ Κορινθίους, 9:19-23).
Βασιζόμενοι, λοιπόν, στα λόγια του Παύλου θα μπορούσαμε να είμαστε Ορθόδοξοι σε όλα, εκτός από τα λαθεμένα δόγματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκειμένου να πλησιάσουμε το λαό μας και να του παρουσιάσουμε το Ευαγγέλιο με έναν τρόπο και μια εξωτερική μορφή οικεία προς αυτόν, χωρίς να κάνουμε συμβιβασμούς με την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Βεβαίως μέχρι ποίου σημείου θα αποδεχόμασταν το λειτουργικό μέρος και ιδιαίτερες συνήθειες στον τρόπο λατρείας θα ήταν θέμα συζήτησης.
Γι’ αυτό η έκκλησή μου είναι σε κάθε πραγματικό παιδί του Θεού, εφόσον τον ενδιαφέρει η κατάσταση του λαού μας και δεν είναι προσκολλημένος σαν στρείδι σε κάποιο δόγμα, να αρχίσει να μελετά τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Αν κάποιοι έχουν την δυνατότητα και την διάθεση, ας σπουδάσουν θεολογία σε ελληνικά πανεπιστήμια. Έτσι θα έχουν και τυπικά τις γνώσεις να μιλούν με εξουσία πάνω σε θεολογικά ορθόδοξα θέματα.
Σήμερα μάλιστα, υπάρχουν πολλές καλές μεταφράσεις στα νέα Ελληνικά από εκδοτικούς οίκους, με ή χωρίς το αρχαίο κείμενο.
Είναι καταπληκτικό να διαπιστώνει κανείς πως οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν πιστοί Χριστιανοί, όπως είναι και αυτός που τους μελετά. Πως είχαν τους ίδιους προβληματισμούς και ανάλογες πνευματικές εμπειρίες που έχουν όλα τα αναγεννημένα παιδιά του Θεού. Πως έζησαν σε πολύ άσχημες ημέρες από χριστιανικής και κοινωνικής πλευράς, όπως ζούμε και εμείς σήμερα. Αλλά το κυριότερο, θα μπορεί να γίνεται αποδεκτός από τους συμπατριώτες μας, γιατί θα αναφέρεται σε οικείους ανθρώπους, μεγάλους χριστιανούς του έθνους μας.
Αναφέρομαι κυρίως, αλλά όχι μόνο, στον Μ. Αθανάσιο, τον Μ. Βασίλειο, τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον Μάξιμο τον Ομολογητή. Στους αποστολικούς Πατέρες , αυτούς δηλαδή που γνώρισαν τους αποστόλους, παρόλο που αυτοί δεν ήταν μεγάλοι θεολόγοι, θα μπορούσαμε να δούμε πώς ενεργούσαν και πίστευαν οι πρώτοι χριστιανοί, να βεβαιωθεί όχι μόνο μέσα από τα γραπτά της Αγίας Γραφής, αλλά και από τα γραπτά εκείνων που είχαν αρχικά δεχτεί το χριστιανικό μήνυμα κατά τον πρώτο και δεύτερο αιώνα μ.Χ.
Ο κάθε χριστιανός εδραιώνεται στην πίστη του, όταν βλέπει πως οι πρώτοι χριστιανοί δεν διέφεραν στον τρόπο σκέψεις και διδασκαλίας ή πρακτικής στην Εκκλησία της εποχής τους από εκείνον. Αν πάλι δεί κάτι διαφορετικό, μπορεί να αντιπαραβληθεί μαζί τους και να διορθώσει ορισμένα πράγματα στην εκκλησιαστική πράξη του, ώστε να συμφωνούν με την πράξη της αρχέγονης εκκλησίας. Αυτή είναι η λεγόμενη «Ιερά Παράδοση» και σ’ αυτό μας βοηθά.
Η Ιερά Παράδοση δεν έχει καμιά σχέση με τις κακοδοξίες και τις εκκλησιαστικές ανθρώπινες παραδόσεις που υπεισήλθαν στη διδασκαλία της Εκκλησίας πολύ αργότερα και αλλοίωσαν το πολίτευμά της.
Πρέπει να πείσουμε τους καλοπροαίρετους συμπατριώτες μας, όσους από συναισθηματική διάθεση είναι προσκολλημένοι τυπικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά καταλαβαίνουν ότι «κάτι δεν πάει καλά», λυπούνται για την κατάστασή της και αναρωτιούνται «τι συμβαίνει», ότι η εκκλησία δεν είναι αυτή των παπάδων. Και να το αποδείξουμε με βιβλία και ντοκουμέντα των ίδιων των Ορθόδοξων πατέρων. Θα μπορούμε να λέμε: «Είμαστε Ορθόδοξοι» και να το αποδεικνύουμε. Αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω μια ποδοσφαιρική έννοια, «πρέπει να παίξουμε το παιχνίδι στο γήπεδό τους» και να τους νικήσουμε, διαφορετικά έχουμε χαμένο το παιχνίδι ολοκληρωτικά.
Το τι είπε ο Λούθηρος ή ο Καλβίνος, περνάει σε Διαμαρτυρόμενους, όχι όμως σε τυπικά Ορθόδοξους. Φυσικά δεν μιλάμε για όσους ισχύει το ρητό «ου με πείσεις καν με πείσεις», αλλά γι’ αυτούς που δε θέλουν να αισθάνονται ότι απορρίπτουν την εκκλησία τους ή ότι αλλάζουν δόγμα, γιατί ιστορικοπολιτιστικά αισθάνονται συνδεδεμένοι με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αυτοί οι άνθρωποι θα πειστούν ότι, η πραγματική Ορθοδοξία που αγαπούν, είναι διαφορετική από αυτή που τους δίδαξαν, και όσοι είναι ειλικρινείς, ευχαρίστως θα δεχτούν να αλλάξουν τρόπο σκέψης. Ιδιαιτέρως σήμερα, που υπάρχει μια άνοδος του εθνικισμού παγκοσμίως, και ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, και επειδή συνδέεται στενά η Ορθόδοξη Εκκλησία με το ελληνικό έθνος και την ιστορία του, είναι ακόμη δυσκολότερο να ευαγγελιστεί ο ελληνικός λαός με τον τρόπο που θα φαίνεται ότι αλλάζει θρησκευτικό δόγμα μετά από ένα συνειδητό βήμα της πίστης του στον Ιησού Χριστό.
Η γνώμη των μυστικών πατέρων και η διδασκαλία τους που μπορούμε να διαβάσουμε στα κείμενα της «Φιλοκαλίας» είναι πολύ σημαντική, ώστε να γνωρίσουμε την πνευματική πτυχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είναι πιο κοντά στην ψυχολογία του λαού μας. Θα γνωρίσουμε «μυστικά» πνευματικής ζωής που ίσως ούτε τα φανταζόμαστε.
Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος και ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος είναι εκπρόσωποι αυτής της μερίδας των μυστικών πατέρων.
Οι μυστικοί πατέρες δεν ασχολήθηκαν πολύ με δογματικά θέματα, αλλά κυρίως με την πνευματική προσωπική επικοινωνία του πιστού με τον Θεό διαμέσου της προσευχής και με την πνευματική εμπειρία.
Έχουμε μια μεγάλη χριστιανική πνευματική παράδοση και κληρονομιά, που δεν μας επιτρέπεται να την πετάμε σαν ανάξια λόγου στον κάλαθο των αχρήστων.
Πιστεύω πως έχουμε ένα θησαυρό «στο σεντούκι» διπλοκλειδωμένο και ανεκμετάλλευτο. Ελάχιστοι τον γνωρίζουν και λιγότερο απ’ όλους οι περισσότεροι τυπικοί Ορθόδοξοι, κληρικοί, λαϊκοί και μοναχοί.
Αν μου επιτρέπεται να το πω έτσι, «οι Πατέρες της Εκκλησίας ανήκουν περισσότερο στους Ευαγγελικούς παρά στους Ορθοδόξους». Γιατί τα πνευματικά πνευματικώς ανακρίνονται, όπως λέει και ο Παύλος.
Τι μπορούν να καταλάβουν όποιοι είναι άπιστοι ή τυπικοί χριστιανοί από τα πνευματικά λόγια των Πατέρων; Τίποτα, απολύτως τίποτα. Ενώ ένας αναγεννημένος πιστός σίγουρα καταλαβαίνει τα λόγια του Πνεύματος στους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο Θεός περιμένει τους ανθρώπους που θα ανοίξουν αυτό «το σεντούκι» και θα εμφανίσουν αυτόν το θησαυρό στον ελληνικό λαό, που είναι η χριστιανική κληρονομιά του. Σύμφωνα με τον λόγο του Ιησού Χριστού: «Κάθε γραμματέας που μαθήτεψε στη βασιλεία των ουρανών είναι όμοιος με άνθρωπο οικοδεσπότη, ο οποίος βγάζει από το θησαυρό του καινούρια και παλιά» (Ματθαίος, 13:52).
Τα καινούρια είναι η κληρονομιά των Ευαγγελικών Εκκλησιών από την εκκλησιαστική Μεταρρύθμιση και μετά, μέχρι σήμερα. Τα παλιά είναι η κληρονομιά των Πατέρων της Εκκλησίας και της αρχικής εκκλησιαστικής (αποστολικής) παράδοσης. Χρειάζεται μια σωστή εξισορρόπηση της γνώσης και των δύο.
Ο Θεός εμπιστεύθηκε πολλά στην Ελληνική Εκκλησία, γι’ αυτό και την τιμώρησε περισσότερο από άλλες, όταν Τον εγκατέλειψε. Μην ξεχνάμε πως και η Καινή Διαθήκη γράφτηκε στη γλώσσα μας, αλλά και το Σύμβολο της Πίστης, το οποίο είναι αποδεκτό από όλες τις χριστιανικές εκκλησίες της οικουμένης. Όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι έγιναν σε ελληνικό έδαφος.
Όταν μια εκκλησία στο τριαδικό και χριστολογικό της δόγμα απομακρύνεται από τη δογματική διδασκαλία της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, θεωρείται και είναι παγκοσμίως αιρετική. Αυτά τα δόγματα τα κατέγραψαν αδελφοί μας του παρελθόντος, μέσα από πολλές πνευματικές μάχες, αφάνταστες ταλαιπωρίες και διωγμούς.
Ας μην παρασυρόμαστε, λοιπόν, από τη σημερινή κατάσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έχει μόνο το όνομα Ορθόδοξη, αλλά δεν έχει τη χάρη, και να περιφρονούμε ή να αγνοούμε τους Πατέρες και την πνευματική κληρονομιά μας.
Δοξάζω τον θεό, γιατί η μελέτη των Πατέρων της Εκκλησίας, με έφερε κοντά στην πνευματική χριστιανική πραγματικότητα του έθνους μου δια μέσου των αιώνων και μου προξενεί άφατη χαρά, γιατί καταλαβαίνω πως αυτά τα μεγάλα πνεύματα είναι δικοί μου άνθρωποι, όχι ξένοι, ότι είναι πνευματικοί μου συγγενείς.
Ας μην αποξενωνόμαστε, από άγνοια ή προκατάληψη, από τη θρησκευτική ιστορία και τη βαθιά πνευματικότητα μεγάλων χριστιανών του έθνους μας, πράγμα που μας αποξενώνει από τη συνείδηση μεγάλων στρωμάτων του ελληνικού λαού. Αλλά, από τους Έλληνες Πατέρες και διδασκάλους, που ανήκουν στη παγκόσμια ζωντανή Εκκλησία του Ιησού Χριστού και όχι στη σημερινή Ορθόδοξη όπως έχει καταντήσει, να πάρουμε ό,τι καλό έχουν να μας δώσουν, αφήνοντας κατά μέρος κάποια λάθη, γιατί δεν είναι φυσικά θεόπνευστοι όπως οι Απόστολοι, ούτε τα γραπτά τους είναι Αγία Γραφή, αλλά όπως λέει ο απ. Παύλος: «…προφητείες μην εξουθενώνετε, αλλά όλα να τα δοκιμάζετε, το καλό να κατέχετε, από κάθε είδους πονηρό να απέχετε» (Α’ Θεσσαλονικείς, 5:20-22).
Μάλιστα σχεδόν όλες οι πανεπιστημιακές θεολογικές σχολές του εξωτερικού όλων των χριστιανικών δογμάτων, και τα περισσότερα βιβλικά σχολεία, τους διδάσκουν σήμερα μεταξύ των μαθημάτων τους και Πατρολογία. Εμείς επιτρέπεται να τους αγνοούμε;
Θα ήθελα, όμως, να αναφερθώ και σε ένα άλλο θέμα που δεν συζητιέται μεταξύ «ετεροδόξων». Είναι το θέμα της μουσικής. Είναι πασίγνωστο ότι, όλοι σχεδόν οι ύμνοι των Ευαγγελικών Εκκλησιών, είναι μεταφράσεις ύμνων αγγλικών, γερμανικών ή αμερικάνικων. Η μελωδία είναι η ίδια. Υπάρχουν βεβαίως και καινούριοι ύμνοι, νεοελληνικοί, ευαγγελικών συνθετών ή στιχουργών, αλλά και αυτοί είναι επηρεασμένοι από τη δυτική μουσική.
Σχεδόν θεωρείται «ταμπού» να χρησιμοποιούνται βυζαντινοί ύμνοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη λατρεία. Και όμως, υπάρχουν πολλοί χριστοκεντρικοί ορθόδοξοι ύμνοι, ωραιότατοι, γεμάτοι θαυμασμό, πάθος και αγάπη για τον Θεό, ανάταση και μυσταγωγία, που θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν. Έχουν τέτοιο βάθος στο περιεχόμενο και τέτοια ομορφιά στη δοξολογία, που σπάνια βρήκα σε αντίστοιχους ευαγγελικούς. Ορισμένοι από αυτούς είναι πολύ αρχαίοι. Άλλοι θα μπορούσαν να μεταφραστούν στα νέα ελληνικά, ενώ η μελωδία να παραμένει ίδια. Έτσι δε θα αποξενωνόμασταν από το μουσικό θρησκευτικό αίσθημα λατρείας του ελληνικού λαού, αλλά συγχρόνως θα χρησιμοποιούμε και τα σωστά λόγια για δοξολογία και λατρεία στις εκκλησίες μας.
Επίσης καλό θα ήταν να γίνονταν νέοι ύμνοι που θα κρατούσαν κάτι από την παράδοση της βυζαντινής μουσικής, αποδεχόμενοι συγχρόνως και τους νεότερους ύμνους με δυτική μουσική. Ας αναλογιστούμε πόσο αγαπητό έγινε στους Έλληνες το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, ακριβώς επειδή εμπνεόταν από βυζαντινές μελωδίες, παρόλον ότι τα λόγια ήταν κοσμικού περιεχομένου, για να μην πω ειδωλολατρικής νοοτροπίας. Βλέπουμε λοιπόν πόσο επιδρά το μουσικό συναίσθημα.
Πιστεύω ότι και η μουσική στη λατρεία δεν είναι δευτερεύουσα αιτία που οι Ευαγγελικές Εκκλησίες αποξενώθηκαν από τον Ελληνικό λαό. Καταλαβαίνω πως γι’ αυτό το έργο χρειάζονται άνθρωποι με κλήση από τον Θεό να καθαρίσουν το σιτάρι από το άχυρο. Νομίζω ότι σήμερα καλούμαστε ως Έλληνες πιστοί της γενιάς μας να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το κάλεσμα του Θεού και να επηρεάσουμε τον λαό μας.
Εύχομαι να μην είναι μακριά η ημέρα που θα ανταποκριθούμε σ’ αυτή την ουσιαστική ανάγκη, που είναι η απαραίτητη προετοιμασία για τον ευαγγελισμό του λαού μας σε μεγάλη κλίμακα.
Χρειάζεται να κάνουμε αυτό που ο χριστιανοφιλόσοφος της εποχής μας Francis Schaeffer ονομάζει «προευαγγελισμό».
************
Αντιγραφή από την «ΣΗΜΕΙΩΣΗ» του Σπύρου Καραλή στο βιβλίο του Στυλιανού Χαραλαμπάκη «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΜΕΝΟ ΨΕΥΔΟΣ» σελίδες 198-207, κατόπιν ευγενικής αδείας στον «Σπορέα» από τον συγγραφέα Σ.Χ.
Αντιγραφή καί επιμέλεια κειμένου Γιώργος Οικονομίδης Πρώτη δημοσίευση: 28/05/2008 Δεύτερη ενημέρωση: 29/10/2012
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ! ΕΙΜΑΙ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κ ΕΓΡΑΨΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ Κ ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΡΩΣΗ! ΧΑΡΑ ΜΑΣ ΝΑ Τ ΑΚΟΥΣΕΤΕ!
http://www.youtube.com/watch?v=OCPnAbIztfg
http://www.youtube.com/watch?v=ivhixjsSXuA