πηγάζει ο θολός ο ποταμός,
περνά απ’ τις κοιλάδες των θεών
θεός αναμεσά τους και αυτός.
Μέσα στους πολλούς μαιανδρισμούς
βλέπουμε κήπους τεχνητούς
πολλά αγάλματα θεών
μέγα το πλήθος των προσκυνητών.
Στο κήπο της σοφίας υψηλά
όλοι λατρεύουνε την Αθηνά.
Στο δόρυ της σκυμμένη σκεφτική
λυπάται με του Ήλιου την επιδρομή.
Τ’ αγάλματα των φιλοσόφων ειν’ βουβά
γιατί εσίγησε η Αθηνά
όταν αντίκρισε το Φως τ’ αληθινό
εστέρεψε το “λάλον” το νερό.
Τι είν’ το πλήθος κοσμοσυρροής
μεσ’ το αλσύλλιο της ηδονής;
Είναι της Αφροδίτης λατρευτές
και του Διόνυσου προσκυνητές.
Πλανήθηκαν απ’ τους θεούς
και δεν ευρίσκουν ατραπούς
για να ξεφύγουν τα δεσμά
τα πάθη τα τυραννικά.
Ω πόσο θόλωσε ο ποταμός,
μολύνθηκε
στους παραδείσους των θνητών
και χύνεται
στη λίμνη των νεκρών θεών.
Παύλος Καράτσαλος