Έγινε ποτέ μια τέτοια Σύνοδος;
Η Ιστορία αποκαλύπτει τα κεκαλυμμένα υπό των θρησκευτικών αρχόντων.
Η θρησκευτική ασυδοσία, η οποία υπέρ-επερίσσευσε στις μέρες μας, με έντεχνο τρόπο προσπαθεί να αποπροσανατολίσει από την αλήθεια τον κάθε ειλικρινή ενδιαφερόμενο ορθόδοξο πιστό, παρουσιάζοντας με αρθογραφία την δική της τοποθέτηση για την Εκκλησιαστική Ιστορία η οποία βοά και μαρτυρεί την αλήθεια. Την αλήθεια αυτή την αντιστρέφουν οι καθοδηγούμενοι από το σύστημα θρησκόληπτοι με δικά τους –δήθεν- στοιχεία λασπολογώντας εναντίον των ιστοριογράφων που δεν είναι στα δικά τους μέτρα και προσπαθούν να αμαυρώσουν το όνομα και να υποβαθμίσουν στο ελάχιστο την αξία των πληροφοριών που οι παγκοσμίως αναγνωρισμένοι ιστορικοί μας μεταφέρουν. Για τον παραπάνω τίτλο μας περί της «Συνόδου» του έτους 843 δημοσιεύουμε παρακάτω μόνο το 15ο κεφάλαιο από την ιστορική αλήθεια του έργου «Εικονομάχοι στο Βυζάντιο» του Γ.Α. Χατζηαντωνίου, και ο αναγνώστης που τυχόν διάβασε και την θρησκευτική πλευρά… περί του αντιθέτου(!!!) ας βγάλει τα συμπεράσματά του.
ΣΒΗΝΕΙ ΤΟ ΛΥΧΝΑΡΙ
Όταν πέθανε, το 842, ο Θεόφιλος, ο γιός του Μιχαήλ Γ’ ήταν δύο χρονών μόνο. Έτσι τη διακυβέρνηση της χώρας την ανέλαβε η γυναίκα του Θεοδώρα. Επί δέκα τέσσερα χρόνια άσκησε την εξουσία η Θεοδώρα και γενικά ακολούθησε συνετή πολιτική. Όλοι οι βυζαντινοί χρονογράφοι πλέκουν το εγκώμιό της για την πολιτική οξυδέρκεια, την ενεργητικότητα και το θάρρος της. Οι κυριότεροι σύμβουλοί της ήταν ο θείος της Μανουήλ, οι αδελφοί της Βάρδας και Πετρωνάς, και ο Θεόκτιστος. Αυτόν τον διόρισε Λογοθέτη του Δρόμου, δηλαδή πρώτο υπουργό του κράτους, και ασκούσε αυτός πάνω της μεγάλη επίδραση.
Το γεγονός ότι ο ανώνυμος χρονογράφος, που μας είναι γνωστός ως «Θεοφάνης Συνεχιζόμενος», όπως επίσης και ο χρονογράφος Ιωσήφ Γενέσιος για μερικούς από αυτούς χρησιμοποιούν τον όρο «επιτροπεία» δίνει την εντύπωση ότι τους διόρισε ο Θεόφιλος σαν επιτρόπους μαζί με την γυναίκα του τού ανήλικου γιού του. Αναφέρεται επίσης στις πηγές μας, κάπως αόριστα, και ένας Σέργιος Νικητιάτης, πιθανώς θείος και αυτός της Θεοδώρας.
Εικονολάτριδα καθώς ήταν η Θεοδώρα, μια από τις προσφιλέστερες επιδιώξεις της ήταν η αναστήλωση των εικόνων. Για ένα χρονικό διάστημα όμως δίσταζε να προχωρήσει στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Διατελούσε ακόμα κάτω από την επίδραση της μνήμης του άνδρα της. Εξάλλου η δύναμη του εικονομαχικού κινήματος δεν είχε σπάσει και πιθανώς φοβόταν η Θεοδώρα μια νέα αντίδραση από τους οπαδούς του, πού θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις και για το νεαρό αυτοκράτορα και για την ίδια.
Και ανάμεσα στους συμβούλους της όμως, στην αρχή τουλάχιστον, δεν υπήρχε ομοφωνία πάνω σ’ αυτό το θέμα. Οι κύριες πηγές, πάνω στις οποίες στηριζόμαστε, δεν βοηθούν πολύ για τη μόρφωση μιάς ακριβούς εικόνας της κατάστασης. Η πιθανότερη πάντως εκδοχή είναι ότι ο Μανουήλ έκλινε προς την άποψη της αποχής από τη λήψη μέτρων. Ο Θεόκτιστος, από την άλλη, πίεζε την αυτοκράτειρα να δράσει, διακηρύττοντας ότι έπρεπε να αναστηλωθούν οι εικόνες, ακόμα κι’ αν ήταν ανάγκη να γίνει αυτό ενάντια στη θέληση του λαού. Το ίδιο κι’ ο Βάρδας. Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση ωθούσαν τη Θεοδώρα η μητέρα της Θεοκτίστη και άλλα μέλη της οικογένειάς της. Δεν έλειψε και η επίδραση των Στουδιτών μοναχών, οι οποίοι, παρόλο που δεν είχαν τώρα ηγέτη της δυναμικότητας του Θεοδώρου, είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη μέσα στο παλάτι μέσω της μητέρας της αυτοκράτειρας. Επιτέλους πήρε η Θεοδώρα τη μοιραία απόφαση.
Το πρώτο μέτρο, που έπρεπε να πάρουν, ήταν η απομάκρυνση του Ιωάννη Γραμματικού από τον πατριαρχικό θρόνο. Αυτός ο «Πρόδρομος του Αντίχριστου», όπως τον αποκαλούσαν οι εικονολάτρες, ήταν ο κύριος στόχος του μίσους τους και έθεσαν αυτοί σε κυκλοφορία τις πιο φρικιαστικές ιστορίες εις βάρος του. Ήταν μάγος, έλεγαν, γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν Λεκανομάντη. Διέδιδαν ότι κάτω από την κατοικία του είχε διασκευάσει ένα υπόγειο σπήλαιο, μέσα στο οποίο γίνονταν όργια. Και άλλα πολλά. Τον καθαίρεσαν λοιπόν και τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα μοναστήρι. Στον πατριαρχικό θρόνο ανέβηκε ο Μεθόδιος, ο οποίος ήταν θύμα διωγμού και είχε υποφέρει πολλά, όταν στο θρόνο ήταν ο Μιχαήλ Β’. Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα τώρα για τη σύγκλιση της Συνόδου, που θα επανέφερε την Εκκλησία στην εικονολατρική τάξη. Και αρχίζει τώρα μια περίεργη ιστορία.
Στα ιστορικά έργα των ημερών μας γίνετε λόγος για μια Σύνοδο, που συνεκλήθη το 843 και αποφάσισε τη αναστήλωση των εικόνων. Τι λογής Σύνοδος όμως ήταν αυτή; Ίσως σαφέστερα θα πρέπει να διατυπωθεί το ερώτημα. Συνεκλήθη ποτέ μια τέτοια Σύνοδος;
Θα ξεκινήσουμε από το βασικό γεγονός ότι πρακτικά αυτής της Συνόδου δεν υπάρχουν. Αυτό το ίδιο βέβαια συμβαίνει και με την εικονομαχική Σύνοδο της Ιέρειας του 754. Εκείνης όμως της Συνόδου τα πρακτικά, όπως έχει ήδη ειπωθεί, καταστράφηκαν με διαταγή της εικονολατρικής Συνόδου της Νικαίας του787. Μια τέτοια όμως περίπτωση δεν συμβαίνει σε σχέση με την Σύνοδο, που υποτίθεται ότι συγκάλεσε η Θεοδώρα, διότι μιά καί είχε επικρατήσει πιά η εικονολατρία, κανένας δεν είχε συμφέρον να εξαφανίσει τα πρακτικά της Συνόδου. Αντίθετα, και της Εκκλησίας και της Πολιτείας οι ηγέτες είχαν κάθε λόγο να περιβάλουν τη δράση τους, με βάση της οποίας αναστηλώθηκαν οι εικόνες, με το κύρος των αποφάσεων μιάς Συνόδου διατυπωμένων στα επίσημα πρακτικά της. Γι’ αυτούς η διαφύλαξη αυτών των πρακτικών ήταν ζήτημα καίριας σημασίας.
Όταν θέλει κανείς να ενημερωθεί για το έργο μιάς Συνόδου, συμβουλεύεται συνήθως το μνημειώδες έργο του G.D. Mansi, «Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio» το οποίο στους πενήντα τρείς ογκώδεις τόμους του περιλαμβάνει τα πρακτικά και τα άλλα σχετικά στοιχεία όλων των Συνόδων, Οικουμενικών και Τοπικών, που συγκροτήθηκαν και στην Ανατολή και στη Δύση. Για την εικονολατρική Σύνοδο της Νικαίας είναι αφιερωμένες σ’ αυτό το έργο τετρακόσιες ενενήντα τέσσερις σελίδες, στους 12ο και 13ο τόμους του, με πλήρη τα πρακτικά της, χωρίς να παραλείπονται η ακριβής χρονολογία της συγκλίσεώς της, το ονόματα όλων εκείνων, που πήραν μέρος σ’ αυτήν, με το όνομα της έδρας του καθενός, η συλλογική διάρκεια των συνεδριάσεών της και άλλες λεπτομέρειες. Η ίδια ακριβώς τακτική τηρείται σ’ αυτό το έργο για κάθε Σύνοδο.
Για τη Σύνοδο, που υποτίθεται ότι συγκάλεσε η Θεοδώρα και η οποία έχει ζωτική σχέση με μια σοβαρότατη φάση στην ιστορία της Εκκλησίας, ένδεκα μόνο αράδες μιάς στήλης είναι αφιερωμένες στον 14ο τόμο, σελίς 788 αυτού του έργου. Ούτε χρονολογίες, ούτε κάποια αναφορά σε συνεδριάσεις, ούτε ονόματα συμμετασχόντων.
Το ίδιο και με το έργο του C.J. von Helefe, «Conciliengeschichte». Και αυτός στους ένδεκα τόμους του έργου του έχει διαφυλάξει όλα τα στοιχεία Συνόδων, που συγκλήθηκαν από τα μέσα του 2ου αιώνα μέχρι το 1948, με πρόσθετα δικά του σχόλια. Στις σελίδες του έργου του αυτός δεν κρύβει και τη ζωηρή αντιπάθεια, που αισθανόταν για το έργο του εικονομαχικού κινήματος, και θα περίμενε κανείς ότι αυτός τουλάχιστον θα πρόσφερε περισσότερες πληροφορίες για τη «Σύνοδο» η οποία έθεσε τέρμα σ’ αυτό το μισητό κίνημα. Δέκα τέσσερις συνολικά αράδες είναι αφιερωμένες σ’ αυτή τη «Σύνοδο» στον 4ο τόμο, σελίς 113-114 της γαλλικής μετάφρασης αυτού του έργου, που έχω χρησιμοποιήσει. Όσο για τα πρακτικά της «Συνόδου»: «Τα πρακτικά αυτής της συνόδου δεν έχουν φτάσει στα χέρια μας, αλλά βυζαντινά κείμενα πολύ συχνά, αλλά και με συντομία, την αναφέρουν». Δικαιολογημένα αποφαίνεται ο Γάλλος βυζαντινολόγος J. Gouillard ότι «αυτή η Σύνοδος ήταν μια από τις πιο σκοτεινές από όσες ποτέ υπήρξαν».
Σε κανένα κείμενο, αρχαίο ή νεώτερο, καθόσο γνωρίζω, δεν προσφέρονται στοιχεία κάποιας επίσημης μορφής, που να αναπληρώνουν το περίεργο αυτό κενό. Έγινε η προσπάθεια να καλυφθεί το κενό με ένα «Συνοδικόν», που είχε κυκλοφορήσει σε δύο εκδόσεις. Έγινε το «Συνοδικόν» αυτό αντικείμενο επισταμένης μελέτης, η οποία όλο και νέα περίεργα χαρακτηριστικά του φέρνει στο φώς.
Ο τελευταίος επιστήμονας, καθόσο γνωρίζω, που ασχολήθηκε μ’ αυτό, είναι ο J. Gouillard. Αυτός σε μια ανακοίνωσή του στο «Δωδέκατο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Μελετών», που συγκροτήθηκε το 1961 στην Αχρίδα, αναφέρθηκε ανάμεσα σε άλλα στην περίεργη διατύπωση (και ορθογραφία!) της επιγραφής του «Συνοδικού». «Έτερος Όρος της αγίας οικουμενικής εβδόμης συνόδου της υπέρ Μιχαήλ και Θεοδώρας της αυτού μητρός γεναμένου». Με βάση πρώτα το χονδροειδή αυτόν αναχρονισμό, που συγχέει τη Σύνοδο του Μιχαήλ και της Θεοδώρας με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία είχε συγκροτηθεί πενήντα έξι χρόνια πρίν, και δεύτερον το γεγονός ότι το «Συνοδικόν» είναι ένα «μωσαϊκό», που δανείστηκε το υλικό του από διάφορες πηγές –συγκεκριμένα λόγους, που εκφωνήθηκαν στη Σύνοδο της Νικαίας, αποσπάσματα από ένα γράμμα το πατριάρχη Ταράσιου, την ομολογία πίστεως του μητροπολίτη Αγκύρας Βασιλείου και άλλα- συντάχτηκε ο Gouillard με τη γνώμη του Ρώσου βυζαντινολόγου Th. Uspenskij ότι το «Συνοδικόν» είναι ένα κατασκεύασμα του ενδέκατου αιώνα.
Η μόνη θετική πληροφορία για τη «Σύνοδο» που μας προσφέρει το «Συνοδικόν», είτε υπό την αρχική είτε υπό την μεταγενέστερη και μακροσκελέστερη μορφή του, είναι η εξής: «Θεοφίλου τοίνυν τον βίον βλασφήμως τελήσαντος, Μιχαήλ ό υιός αυτού σύν τή οικεία μητρί Θεοδώρα την βασιλείαν παρέλαβεν. Οι ζήλω Θεού πυρακτούμενοι, τους εν εξορία υπάρχοντας οσίους πατέρας ανεκαλέσαντο, και σύνοδον θείαν και ιεράν εν τοίς κανικλείου ποιήσαντες, Ιωάννην μέν τον μισαρόν του θρόνου εξήλασαν, Μεθόδιον δε τον εν αγίοις, Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχην προεχειρίσαντο. Και τάς αγίας οικουμενικάς επτά συνόδους αποδεξάμενοι, τάς αγίας εικόνας επί το αρχήθεν οφειλόμενον σέβας αυταίς καλώς ανεστήλωσαν» (Βλ. και Frabricius Harles, “Bibliothequa Greca” 6:253).
Ο βυζαντινός χρονογράφος Ιωσήφ Γενέσιος στο έργο του «Βασιλειών Δ’, Περί Μιχαήλ του Θεοφίλου», που το έγραψε γύρω στα 948 κατ’ επιταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, αναφέρεται στην παραπάνω συγκέντρωση και προσθέτει μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες: «Σύν αυτοίς διανίσταται (η Θεοδώρα) και τους ορθοδόξους τοίς του κανικλείου ενδιαιτήμασιν αγείρασθαι διεθεσμοθέτησεν, κακείσε προς αλλήλους γυμνάζειν τά περί ορθοδοξίας προβλήματά τε και δόγματα. Και ταχέως μετά προσηκούσης της διασκέψεως αί τε θείαι εικόνες ανεμορφούντο και τά της Εκκλησίας προς το ορθοτομούν μετεκλίνετο» (Migne, 109:1093). Πρέπει να προστεθεί ότι η δεύτερη έκδοση του «Συνοδικού» είναι πιστή, σχεδόν λέξη προς λέξη, αντιγραφή από το έργο του Γενέσιου.
Από τά δύο παραπάνω κείμενα, καθώς το ένα συμπληρώνει το άλλο, προκύπτουν τα εξής στοιχεία: Η «Σύνοδος» συνήλθε «έν τοίς κανικλείου». «Κανίκλειος» είναι βυζαντινός όρος, που χρησιμοποιόταν στη βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή και σημαίνει «ο φύλακας του μελανοδοχείου», δηλαδή «ο γραμματέας του αυτοκράτορα». Αυτό το αξίωμα συμπίπτει, στο περιεχόμενό του, με το αξίωμα του Λογοθέτη του Δρόμου, του σημερινού δηλαδή πρωθυπουργού. Η «Σύνοδος» συνεπώς συνήλθε όχι σε κάποιο ναό ή τουλάχιστον σε κάποια επίσημη αίθουσα των ανακτόρων, αλλά «εν τοίς του κανικλείου ενδιαιτήμασιν», στο σπίτι δηλαδή ενός δημοσίου υπαλλήλου, του Θεόκτιστου. Σ’ αυτή τη συγκέντρωση πήραν ασφαλώς μέρος και τα άλλα μέλη του συμβουλίου της επιτροπείας του θρόνου, πού τά περισσότερά τους ήταν συγγενείς της Θεοδώρας. Δεν έχει ίσως άδικο ο F. Dvornik (“The Patriarch Photius and Iconoclasm” έν “Dumbarton Oaks Papers”, 1953) πού αποφαίνεται ότι μάλλον «κάποιου είδους οικογενειακό συμβούλιο» ήταν αυτή η «Σύνοδος». Δεν στερείται βέβαια σημασίας και η λεπτομέρεια του κειμένου του Γενέσιου ότι επρόκειτο απλώς περί «διασκέψεως», η οποία συνεκλήθη, για να «συζητήσουν μεταξύ τους τά προβλήματα καί τά δόγματα της ορθοδοξίας».
Όπως κι’ άν έχει το πράγμα, ήταν σ’ αυτή τη «διάσκεψη», πού πάρθηκε η απόφαση για την αναστήλωση των εικόνων.
Κάνουν την εμφάνισή τους αργότερα και ο πατριάρχης Μεθόδιος και ένας αριθμός επισκόπων. Αλλά ή απουσία «πρακτικών» από τη μιά και ή πενιχρότητα των πληροφοριών, πού μπορούμε να αντλήσουμε από το «Συνοδικόν» ή από το βιβλίο του Γενέσιου, από την άλλη, δεν κάνουν εύκολη τη συγκρότηση ενός έστω και στοιχειώδους χρονοδιαγράμματος. Οπωσδήποτε ή παρουσία του πατριάρχη και των επισκόπων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο, κι’ αν συντελέστηκε, ήταν αναγκαία για να δοθεί κάποια μορφή εκκλησιαστικής επισημότητας στις αποφάσεις, πού πάρθηκαν στη «διάσκεψη» των «ενδιαιτημάτων του κανικλείου». Τότε απαγγέλθηκαν και οι αναθεματισμοί εναντίον των εχθρών της εικονολατρίας.
Αυτοί οι αναθεματισμοί γέννησαν ένα ζήτημα πολύ λεπτό για τη Θεοδώρα. Ανάμεσα στους αναθεματιζόμενους θα συμπεριλαμβανόταν οπωσδήποτε και ο εικονομάχος Θεόφιλος. Η Θεοδώρα όμως, που αγαπούσε πολύ τον άντρα της, ήθελε με κάθε τρόπο να τον προφυλάξει από τις αιώνιες επιπτώσεις του αναθέματος. Όταν λοιπόν ο πατριάρχης της εξήγησε ότι η Εκκλησία έχει βέβαια το δικαίωμα να συγχωρεί τους αμαρτωλούς, που μετανοούσαν, αλλά βρισκόταν σε αδυναμία να προσφέρει συγχώρηση σε κάποιον, που ήταν γνωστό ότι είχε πεθάνει αμετανόητος για το θανάσιμο αμάρτημά του σε σχέση με τις εικόνες, αυτή τον διαβεβαίωσε ότι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του ο Θεόφιλος είχε μετανοήσει για το αμάρτημά του, είχε ασπασθεί με ευλάβεια τις εικόνες και είχε παραδώσει το πνεύμα του σαν καλός χριστιανός στα χέρια του Θεού. Με αυτό το ψέμα τής αυτοκράτειρας σώθηκε η κατάσταση και κατά παράκλησή της διέταξαν οι επίσκοποι ν’ αναπέμπονται σ’ όλους τους ναούς της πρωτεύουσας επί μια ολόκληρη εβδομάδα προσευχές για την ανάπαυση της ψυχής του αυτοκράτορα.
Αφού τακτοποιήθηκαν έτσι όλα τα ζητήματα, στις 19 Φεβρουαρίου, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών, έγινε και η επίσημη αναστήλωση των εικόνων στους ναούς. Ολόκληρη την προηγούμενη νύχτα την κατανάλωσε η αυτοκράτειρα σε προσευχή μαζί με τους ιερείς στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Το πρωΐ με μεγάλη συνοδεία επισκόπων, ιερέων και μοναχών κατευθύνθηκε στο ναό της Αγίας Σοφίας, όπου ψάλθηκε δοξολογία. Το βράδυ παρέθεσε η Θεοδώρα συμπόσιο στους ιερείς στο παλάτι. Από τότε η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία γιορτάζει την πρώτη Κυριακή των Νηστειών σαν «Κυριακή της Ορθοδοξίας» σε ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων.
Δέν ξεχάστηκαν και οι νεκροί στον εορτασμό αυτής της νίκης. Τα λείψανα του Θεοδώρου Στουδίτη και του πατριάρχη Νικηφόρου, που είχαν τόσο αγωνισθεί και είχαν υποφέρει διωγμό για την υπόθεση της λατρείας των εικόνων, μεταφέρθηκαν θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Η αυτοκράτειρα και ολόκληρη η αυλή, με λαμπάδες στα χέρια τους, παρακολούθησαν ευλαβικά τα λείψανα ως την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Και κάποιος άλλος προσκλήθηκε να συμβάλει κι’ αυτός στον εορτασμό. Ο εικονομάχος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ -με τη διάρρηξη του μνήματός του στην ίδια εκείνη εκκλησία, όπως έχει εκτεθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, τη δημόσια ατίμωση του πτώματός του και τελικά το κάψιμό του.
Δέν ικανοποιήθηκε όμως η Θεοδώρα μόνο μ’ αυτή τη νίκη της. Ένιωσε την επιθυμία να ξερριζώσει κάθε αίρεση μέσα στην αυτοκρατορία της. Έδωσε τη διαταγή και προσκλήθηκαν οι Παυλιανίτες να διαλέξουν ανάμεσα στην αποκήρυξη των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και το θάνατο. Οι Παυλιανίτες διάλεξαν το θάνατο. Βάλθηκε τότε η αυτοκρατορική κυβέρνηση να σπάσει την αντίστασή τους και χύθηκε ποτάμια αίμα σε διάφορες περιοχές της Μ. Ασίας, όπου ήταν εγκαταστημένοι αυτοί. Ως εκατό χιλιάδες υπολογίζονται τα θύματα αυτού του διωγμού. «Ο διωγμός των Παυλιανιτών, γράφει ο J.B. Bury, ήταν μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές συμφορές του ένατου αιώνα» («History of the Later Empire”, 8:276)
Έσβησε έτσι το λυχνάρι, που πρίν από εκατόν δέκα χρόνια είχε ανάψει ο αυτοκράτορας Λέων Γ’.
Όχι όμως αμέσως. Ούτε εντελώς. Δέκα εφτά ακριβώς χρόνια ύστερα από τον εορτασμό της αναστήλωσης των εικόνων ο γιός της Θεοδώρας, ο Μιχαήλ Γ’, κάτοχος τώρα του θρόνου χωρίς επιτρόπους, το βρήκε αναγκαίο να στείλει πρέσβεις στη Ρώμη και να ζητήσει από τον πάπα Νικόλαο Α’ να στείλει αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη, για να συγκληθεί μια Σύνοδος, η οποία να καταδικάσει δημόσια την εικονομαχική αίρεση. Το γράμμα του αυτοκράτορα προς τον πάπα δεν έχει διασωθεί. Μπορεί όμως να ανασυγκροτηθεί με τη βοήθεια του συνοδικού γράμματος του πατριάρχη Φώτιου, που στάλθηκε στον πάπα μαζί με τους πρέσβεις. Γιατί να επιζητήσει ο αυτοκράτορας μια καταδίκη του εικονομαχικού κινήματος, αν αυτό είχε ξεψυχήσει;
Συγκλήθηκε πράγματι στην Κωνσταντινούπολη η Σύνοδος, που είχε ζητήσει ο αυτοκράτορας, αλλά τα πρακτικά της καταστράφηκαν με διαταγή της Συνόδου του 869-870, που συγκάλεσε ο πατριάρχης Ιγνάτιος. Έχοντας υπόψη της συνθήκες, κάτω από τις οποίες είχαν καταστραφεί τα πρακτικά της Συνόδου της Ιέρειας, αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο άραγε εξαφανίστηκαν κι’ αυτής της Συνόδου τα πρακτικά;
Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι ακόμα και η Σύνοδος του 869-870, που είχε συγκληθεί για τον ειδικό σκοπό να καταδικάσει τον πατριάρχη Φώτιο, αντίπαλο του Ιγνάτιου στη διελκυστίδα τους γύρω από τον πατριαρχικό θρόνο, το βρήκε και αυτή αναγκαίο να καταδικάσει άλλη μια φορά το εικονομαχικό κίνημα και να στιγματίσει με αναθεματισμό μερικούς εξέχοντες εικονομάχους εκείνης της περιόδου (Mansi, 16:139 εφ.,).
Ηγετικό ρόλο ανάμεσα σ’ αυτούς είχε, φαίνεται, ένας Θεόδωρος Κριθινός. Αυτός προσκλήθηκε να παρουσιαστεί στη Σύνοδο, αλλά αρνήθηκε να προσέλθει. Τότε παρενέβη ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βασίλειος Α’ και ζήτησε από τη Σύνοδο, αντί για τον Κριθινό, να δεχτεί τρείς οπαδούς του, το Νικήτα, τον Θεόφιλο και τον Θεοφάνη, που ήταν διατεθειμένοι ν’ αποκηρύξουν την αίρεση. Την έκαναν την αποκήρυξη στη Σύνοδο αυτοί και τους «ησπάσατο ο βασιλεύς». Το διάβημα αυτό του αυτοκράτορα αποτελεί ένδειξη ότι υπήρχαν ακόμα μέσα στην αυτοκρατορία άνθρωποι, που έδειχναν με δημόσιο τρόπο την αφοσίωσή τους στα ιδεώδη του εικονομαχικού κινήματος, και αυτούς ήθελε με κάθε τρόπο να τους κερδίσει.
Την ένδειξη αυτήν την ενισχύει και η διατύπωση των αναθεμάτων, που απαγγέλθηκαν στο τέλος της ογδόης συνεδριάσεως της Συνόδου. Ένδεκα αναθέματα απηύθυνε η Σύνοδος εναντίον των εικονομάχων – πρώτα εναντίον της εικονομαχικής Συνόδου, η οποία «ακόμα πολεμάει εναντίον των αγίων εικόνων», και κατόπιν εναντίον όλων των εικονομάχων πατριαρχών και όλων εκείνων, που εξακολουθούσαν να αρνούνται να «ασπασθούν τι άγιες εικόνες» (Mansi, 16:389).
Και ύστερα; Όταν μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας έσβησε η ηχώ και των τελευταίων αυτών αναθεμάτων, απόμεινε τίποτε; Ναί. Η Ιστορία απόμεινε… Και τα ακριβοπληρωμένα διδάγματά της.
************
Μόλις διαβάσατε το 15ο κεφάλαιο του βιβλίου «Εικονομάχοι στο Βυζάντιο» του Α.Γ. Χατζηαντωνίου, Εκδόσεις «Ο ΛΟΓΟΣ».
Το βιογραφικό του Α.Γ. Χατζηαντωνίου όπως αναγράφεται στην «ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ»:
Ο Χατζηαντωνίου γεννήθηκε το 1904 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όπου και μεγάλωσε σε ένα αυστηρό χριστιανικό περιβάλλον. Ενώ ακόμα πήγαινε στο Γυμνάσιο, στη Σμύρνη, έγινε μέλος της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας που βρισκόταν εκεί. Με την καταστροφή της Σμύρνης ήρθε μαζί με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία τελείωσε το 1926 και στη συνέχεια άσκησε με επιτυχία την δικηγορία για εννιά περίπου χρόνια. Το 1935 παντρεύτηκε με την Ελένη Πανούση με την οποία απέκτησε ένα γιο.
Νιώθοντας την ανάγκη να αφοσιωθεί στο έργο του Θεού γράφτηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ απ’ όπου και αποφοίτησε το 1940. Λόγω του πολέμου δεν μπορούσε να επιστρέψει την Ελλάδα και αναγκάστηκε να μείνει στην Αγγλία, όπου και χειροτονήθηκε ποιμένας στην Ευαγγελική Εκκλησία του Τσέστερφιλντ. Εκείνη την εποχή αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου ειδικευόμενος στην Εκκλησιαστική Ιστορία και του απονεμήθηκε το πτυχίο του διδάκτορα (Ph.D.). Η διδακτορική του διατριβή Κύριλλος Α’ Λούκαρις, ο Βίος και το Έργο του έχει εκδοθεί με επιτυχία στα Ελληνικά και στα Αγγλικά.
Μετά το τέλος του πολέμου ο Χατζηαντωνίου γύρισε στην Ελλάδα όπου και ανέλαβε την ποιμαντορία της Β’ Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας των Αθηνών, την οποία υπηρέτησε μέχρι το 1961, οπότε πήγε στο Καναδά όπου και εγκαταστάθηκε υπηρετώντας ως ποιμένας της Ευαγγελικής Εκκλησίας του Κάλγκαρυ.
Επίσης δίδαξε Ιστορία του Δυτικού Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Κάλγκαρυ, και Εκκλησιαστική Ιστορία, Πατρολογία, και Ελληνικά της Καινής Διαθήκης στην Ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή του Έντμοντον, απ’ όπου και αποχώρησε μετά από διδασκαλία οχτώ χρόνων με τον τίτλο του ομότιμου Καθηγητή (Professor Emeritus).
Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου 1995.
**************************
Αντιγραφή Γιώργος Οικονομίδης
Sporeas.gr
[…] Συνεκάλεσε λοιπόν η Θεοδώρα Σύνοδο το έτος 843, όπου και επικύρωσε τις απόψεις της αλλά και τις αποφάσεις της Συνόδου της Νικαίας, και έτσι ολοκλήρωσε τις εργασίες της. Η Σύνοδος εκείνη όμως ήταν αμφιλεγόμενη. […]