Σύμφωνα με στοιχεία από την Ελληνική Βιβλική Εταιρεία, το χρόνο που πέρασε κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα:
13.535 ολόκληρες Άγιες Γραφές,
111.883 Καινές Διαθήκες και
7.070 άλλα αποσπάσματα.
Στην πραγματικότητα οι αριθμοί είναι ακόμη μεγαλύτεροι, επειδή η Βίβλος κυκλοφορεί και από άλλους εκδοτικούς οίκους (π.χ. «Ζωή», «Αποστολική Διακονία», «Τριαδική Βιβλική Εταιρεία» κ.λ.π.).
Η παγκόσμια κυκλοφορία της Βίβλου ξεπερνά, πέρα από κάθε σύγκριση, κάθε άλλο γραπτό. Αυτό είναι αξιοθαύμαστο, επειδή ο λόγος του Θεού πολεμήθηκε στην ιστορία όσο κανένα άλλο βιβλίο, και μάλιστα όχι μόνο από εξωεκκλησιαστικούς αλλά και από εκκλησιαστικούς παράγοντες. Έχει όμως καλά αποτελέσματα τούτη η ευρεία κυκλοφορία; Το κείμενο που ακολουθεί είναι το τελευταίο μέρος άρθρου της κ. Anne–Marie Pelletier, Καθηγήτριας λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Marne–le–Valais, με αρχικό τίτλο, «Για να μείνει η Βίβλος λόγος ριζοσπαστικός». Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι πόσοι έχουν και διαβάζουν τη Βίβλο αλλά πόσοι την μελετούν και την υπολογίζουν στη ζωή τους…
Είναι εμφανές το ότι η πρόσφατη αυτή ιστορία μαρτυρεί πως η Βίβλος αποτελεί λόγο που έχει σκοπό να ενοχλήσει, να ταρακουνήσει τις κατεστημένες σκέψεις, τις βεβαιότητες, ακόμη και τις αγνωστικιστικές βεβαιότητες. Έτσι, δεν κάνει άλλο απ’ το να είναι συνεπής με το περιεχόμενο της. Διότι, όποιος είναι έστω και λίγο εξοικειωμένος με τη Βίβλο, προσεκτικά εξοικειωμένος με την ιδιαιτερότητα του Βιβλίου, ξέρει ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι λιμνάζον ύδωρ ή λόγος σβησμένος. Είναι φλεγόμενη, δεσμευτική, επικίνδυνη. Μιλά για κρίση και ταυτόχρονα για φιλευσπλαχνία. Αντιπροσωπεύει μια γλυκύτητα και μιλά για ψέμα. Δηλώνει πως το κακό δεν είναι το καλό (Ησ. 5/ε/20) και πως ο άνθρωπος δεν είναι κύριος της γνώσης του καλού και του κακού. Κάθε στιγμή, το κείμενο αυτό προκαλεί τον αναγνώστη του, του απευθύνει το λόγο, του κάνει ερωτήσεις που τον αποκαλύπτουν στον ίδιο του τον εαυτό, αποκαλύπτουν την αλήθεια πάνω στην επιθυμία ή στις αρνήσεις του. Οι σύγχρονες γλωσσολογικές επιστήμες μας δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο τα κείμενα της Βίβλου, μέσα από την πολυχρωμία τους, κάνουν νεύμα στον αναγνώστη τους, τον προκαλούν σε διάλογο, τον ελκύουν με τις λέξεις τους. Αυτό επιβεβαιώνεται με έξοχο τρόπο σε ορισμένα Βιβλία, όπως εκείνο των Ψαλμών. Όμως η διαδικασία επεκτείνεται και πέρα από κάποια συγκεκριμένα κείμενα. Αφορά επίσης στα αφηγηματικά μέρη, στα νομοθετικά κείμενα.
Με αυτόν τον τρόπο, το βιβλίο θέτει ερωτήματα, προβληματίζει. Η φωνή των προφητών εκφράζει τις ερωτήσεις του Θεού: «Πώς μετατράπηκε σε πόρνη, η πιστή πολιτεία; Στη Σιών τη δίκαιη, τώρα μένουν φονιάδες» (Ησ. 1/α/21), «Γιατί λες Ιακώβ, γιατί δηλώνεις Ισραήλ: “Η μοίρα μου είναι άγνωστη στον Κύριο, ο Θεός μου δεν βλέπει τα δικαιώματα μου”»; (Ησ. 40/μ/27). Αυτή η ίδια φωνή των προφητών μαζεύει τις ερωτήσεις του ανθρώπου: «Όταν συνθλίβονται και ποδοπατούνται όλοι οι αιχμάλωτοι μιας χώρας, όταν διαστρεβλώνεται το δικαίωμα ενός ανθρώπου μπροστά στα μάτια του Υψίστου, όταν αδικείται ένας άνθρωπος σε μια δίκη, δεν το βλέπει αυτό ο Κύριος;» (Θρήν. 3/γ/34-36). Η σύνεση αυτή, επιπλήττει τον περαστικό στο σταυροδρόμι: «Ανθρωποι, Εσάς καλώ, φωνάζω προς τα παιδιά των ανθρώπων» (Παρ. 8/η/4). Ο ψαλμωδός ρωτάει: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που επιθυμεί τη ζωή, ψάχνει τις μέρες όπου θα γνωρίσει την ευτυχία;» (Ψαλ. 33/λγ/13). Η μεγάλη ιδρυτική αφήγηση που είναι η Έξοδος από την Αίγυπτο χαρακτηρίζεται ως “μνημείο”: ό,τι έκανε άλλοτε ο Θεός, το επαναλαμβάνει και θα το ξανακάνει για εκείνους που θυμούνται το έργο και τη Διαθήκη Του. Με τον ίδιο τρόπο, τα Ευαγγέλια επαναθέτουν ερωτήματα που ο Ιησούς απευθύνει καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας: «Δεν καταλάβατε αυτήν την παραβολή;» (Μάρκ. 4/δ/13), «Τόσον καιρό βρίσκομαι μαζί σας και δε με γνωρίζεις, Φίλιππε; (…) Πώς μπορείς να πεις: “Δείξε μας τον Πατέρα”;» (Ιωάν. 14/ιδ/9).
Αυτές οι σκέψεις όχι μόνο αγγίζουν τον αναγνώστη, αλλά επηρεάζουν ταυτόχρονα και τις κρυφές του σκέψεις. Οι παραβολές με τη σειρά τους, μέσα από την εμφανή απλότητά τους, αποκαλύπτουν αυτό που η μνήμη και η καρδιά θα ήθελαν να κρατήσουν κρυφό μερικές φορές, βοηθούν να ξεπηδήσει η ζωή όπως απελευθερώνει κανείς το νερό μετακινώντας μια πέτρα. Η σοφία, που αναφέραμε νωρίτερα, εμπλέκεται σε μια πολύ λεπτή εργασία αμφισβήτησης και επανερμηνείας. Αφ’ ενός αποτελεί μαρτυρία του φωτός που βρίσκεται στην καρδιά της ανθρωπότητας πριν ακόμη από την Αποκάλυψη, αφ’ ετέρου η Βίβλος την παρουσιάζει διάσπαρτη από αδυναμίες, διφορούμενα, διαστροφές μερικές φορές, οι οποίες επισημαίνουν τη δυστυχία του ανθρώπου που παραδίνεται στις δικές του και μόνο δυνάμεις. Έτσι, με μια ωμή διαύγεια –που παραμένει κατ’ εξοχήν επίκαιρη– η προφητική παράδοση κατονομάζει την παρεκτροπή της πολιτικής που σφετερίζεται τη θρησκεία για να εγκαταστήσει τυραννίες και να υποδουλώνει πιο αποτελεσματικά τους ανθρώπους. Παρουσιάζει δίχως οίκτο την αδυναμία της ανθρώπινης γνώσης απέναντι στο άγχος του θανάτου που κατατρώει την κοινωνία. Καμία αμφιβολία ως προς το ότι η Βίβλος κατέχει μια σημαντική δύναμη αμφισβήτησης, που εντοπίζει τις φυγές προς το φανταστικό, τις μυθολογικές ικανοποιήσεις. Ίσως, στην πάροδο των αιώνων, να διαβάστηκε κι αυτή με μυθολογικό πρίσμα, πράγμα που καταγγέλλει, δεν παύει όμως να έχει μια καταπληκτική κριτική δύναμη πάνω στις κοινωνίες που τη διαβάζουν. Ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι, στον Freud, η εβραϊκή παράδοση έχει σχέση με την αμφισβήτηση; Η Βίβλος, κυρίως, καλεί σε απόφαση, κι αυτό σε αντίθεση με τη σύγχρονη νοοτροπία μας που θα την ήθελε απλά να επιβεβαιώνει προσωπικά συναισθήματα, να λέει το νόημα δίχως να μιλά για αλήθεια, να παραθέτει μια σοφία συναινετική και ανώδυνη.
Εάν, λοιπόν, οι παρατηρήσεις που προηγούνται έχουν κάποια ορθότητα, δεν είναι δυνατόν να γιορτάζουμε με αφέλεια την επιτυχία των ερμηνειών της Βίβλου μέσα από πολιτισμικό πρίσμα. Αυτό το κείμενο αντιστέκεται, εκ φύσεως, στην ήρεμη αρχειοθέτηση, όπως επίσης και στις εκμεταλλεύσεις που παρατηρούνται σήμερα, ενώ παραμένει ολότελα ξένο στις διάφορες “λαθροθηρίες” που λαμβάνουν χώρα στη γη του. Και η κατάργηση της αναφοράς στο χριστιανισμό που παρατηρείται στα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύει, τέλος, πως η Βίβλος, ως “πολιτιστικό αρχείο”, είναι πράγματι ασήμαντη στα μάτια της πλειονότητας των Ευρωπαίων.
Την ίδια στιγμή, αυτή η κατάσταση θέτει μια νέα ευθύνη των χριστιανών: με επαγρύπνηση οφείλουν να συνειδητοποιούν ότι το κέρδος που αντλούν από την ανάγνωση της Βίβλου είναι ανάλογο με το πόσο δέχονται να τους αγγίξει ο λόγος της, ανάλογο με τους κινδύνους που δέχονται να διατρέξουν κάνοντας τον εαυτό τους ευάλωτο, έστω και λίγο τουλάχιστον, στα λόγια που πρόκειται να ακούσουν. Απλή αρχή, στην πραγματικότητα, που δεν αφορά μόνο στην ανάγνωση της Βίβλου, αλλά που επιβεβαιώνεται στην περίπτωσή της με περισσότερη σιγουριά απ’ οπουδήποτε αλλού. Στα πλαίσια μιας εκκοσμικευμένης κοινωνίας που, όμως είναι έτοιμη να αφήσει χώρο για τη θρησκεία, είναι καλό για όλους οι χριστιανοί να θυμούνται πως το κείμενο αυτό είναι επικίνδυνο, όπως ήταν ήδη τον έκτο π.Χ. αιώνα, όταν ο βασιλιάς Ιωακείμ διέταζε να κάψουν τα γραπτά των προφητειών του Ιερεμία (Ιερ. 36/λς/22-23). Θα πρέπει να διατηρούν τη μνήμη αυτή όχι για να το ρίξουν στην πυρά –αποτελεί πάντοτε άσχημη ένδειξη το κάψιμο των βιβλίων– αλλά για να μπορούν να φλέγονται αγγίζοντας έναν λόγο “πυρακτωμένο”.
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Etudes», Οκτ. 2002. Ολόκληρο το κείμενο υπάρχει σε ελληνική μετάφραση στο περιοδικό «Σύγχρονα Βήματα», Ιούλ.-Σεπτ. 2003, σελ. 159-171, που υπήρξε και η δική μας πηγή.
(Αναδημοσιεύεται από το περιοδικό ΤΥΧΙΚΟΣ)
************