ΕΚΑΤO ΧΡOΝΙΑ συμπληρώθηκαν εφέτος (2001) [σημ. Σπορέα: τήν χρονιά πού γράφτηκε τό άρθρο] από το Νοέμβριο του 1901, όταν μια ομάδα «αγανακτισμένων» θρησκόληπτων φοιτητών, με την οδηγία φανατικών κληρικών και καθηγητών της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αιματοκύλισαν την Αθήνα, άκουσον άκουσον, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΕΙ Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ στην γλώσσα που μιλούσε ο λαός.
Την εποχή εκείνη έγιναν τρεις παράλληλες σχεδόν προσπάθειες για τη μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Πρώτη ήταν η εργασία της Ιουλίας Σωμάκη (κατόπιν Καρόλου), η οποία με εντολή της βασίλισσας Όλγας και με κάποια συμπαράσταση του Μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου Οικονομίδη, μετέφρασε τα Ευαγγέλια στην απλή καθαρεύουσα. Η δεύτερη έγινε από τον δημοτικιστή λογοτέχνη Αλέξανδρο Πάλη, και η τρίτη ήταν μια ερμηνευτική απόδοση του Ευαγγελίου του Ματθαίου από τον λυκειάρχη και ιεροκήρυκα του συλλόγου «Ανάπλασις» Κ. Διαλησμά.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1901 άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Β. Γαβριηλίδη η μετάφραση του Πάλη με πανηγυρικό τρόπο και προβολή της με εξάστηλο τίτλο και κύριο άρθρο στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Ο υπότιτλος έλεγε: «Το έργον της Βασιλίσσης η «Ακρόπολις» το συνεχίζει» εννοώντας τη μετάφραση που έγινε στα 1898 με εντολή της Όλγας, και το άρθρο εκείνο κατέληγε με τούτα τα λόγια: «Η «Ακρόπολις» νομίζει ότι επιτελεί μέγιστον αναμορφωτικόν έργον, διαδίδουσα εις τας μυριάδας των αναγνωστών της το κήρυγμα του Χριστού, το οποίον μέχρι της σήμερον ήτο με πολλαπλάς σφραγισμένον σφραγίδας. Από της σήμερον δικαίως δυνάμεθα να επιφωνήσωμεν: «Ούτω λαμψάτω το φως!»
Και ενώ όσο δημοσιευόταν η μετάφραση, που τελείωσε στις 20 Οκτωβρίου, καμία αγανάκτηση δεν είχε εκδηλωθεί, ξαφνικά, στις 27 Οκτωβρίου η συντηρητική εφημερίδα «Εμπρός» άρχισε την επίθεση σημειώνοντας ότι:
«Επιβουλήν κατά της γλώσσης και των εθνικών παραδόσεων αποτελεί του Πάλλη το ανοσιούργημα…».
Παράλληλα οι εφημερίδες «Σκριπ» και «Καιροί» με ανάλογη έντονη αρθρογραφία προετοίμαζαν την «αγανάκτησιν» του λαού. Στις 6 Νοεμβρίου το «Εμπρός» έγραφε:
«Εάν οι υποκινηταί και οι πρωταγωνισταί τού τολμήματος τούτου (της μεταφράσεως) δεν ησυχάσουν, θα ενισχύσωμεν από των στηλών τούτων πάσαν βιαίαν ενέργειαν εναντίον αυτών, είτε από μέρους των φοιτητών του Πανεπιστημίου προέλθη αύτη, είτε από μέρους άλλης μερίδος της κοινωνίας, είτε κατά τινος συναδέλφου, είτε καθ’ οιουδήποτε άλλου διευθύνεται…».
Η εξέγερση είχε προετοιμαστεί μεθοδικά και επίσης εκδηλώθηκε από την Ιερά Σύνοδο και το Πατριαρχείο. Ενώ δε αρχικά η πολεμική αφορούσε την εργασία του Πάλη, στη συνέχεια στράφηκε και προς τις υπόλοιπες.
Η διένεξη, που φάνηκε ότι άρχισε με «θρησκευτικά» κίνητρα, γρήγορα αποδείχτηκε πως ήταν προϊόν μιας ισχυρής πολιτικής αντιπαράθεσης για το αν θα επικρατήσει η φιλοτσαρική διπλωματία, που αποδιδόταν στην ρωσικής καταγωγής βασίλισσα, ή η γερμανόφιλη τάση με επικεφαλής την πριγκίπισσα Σοφία, σύζυγο του διάδοχου τότε Κωνσταντίνου. Δυστυχώς στο πολιτικό αυτό παιχνίδι μπλέχτηκε, χωρίς να πρέπει, η Ελλαδική Εκκλησία.
Η πρωτοβουλία για τη μετάφραση χαρακτηρίστηκε ως «γελοιοποίησις των τιμαλφεστέρων του έθνους κειμηλίων» ενώ οι εφημερίδες της εποχής άρχισαν επιθέσεις κατά των δημοτικιστών, που τους χαρακτήριζαν «αθέους» και «προδότας». Πολύς κόσμος φανατίστηκε τότε με αποτέλεσμα ακόμη και εκείνοι που έβλεπαν θετικά την μετάφραση των Ευαγγελίων να σωπάσουν.
Θυελλώδης αντίδραση ξέσπασε τελικά όταν οι φοιτητές της Θεολογίας κατέβηκαν στους δρόμους. Στις 5 και 6 Νοεμβρίου έκαναν διαδηλώσεις και έκαναν ζημιές στα γραφεία της εφημερίδας. Στις 8 του μήνα έκαναν συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός και απαίτησαν τον αφορισμό των υπεύθυνων της μεταγλώττισης.
Ο πρωθυπουργός Θεοτόκης κατέβασε το στρατό για ν’ αντιμετωπίσει τους διαδηλωτές και οι συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας που ακολούθησαν άφησαν 8 νεκρούς (άλλοι μιλούν για 11) και 70 τραυματίες. Η Αθήνα έμοιαζε με επαναστατημένη πόλη. Οι φοιτητές οπλίστηκαν και κλείστηκαν στο πανεπιστήμιο για λίγες ακόμη ημέρες. Ύστερα από αυτά παραιτήθηκε η κυβέρνηση Θεοτόκη και ο Μητροπολίτης Προκόπιος (που αποσύρθηκε σε μοναστήρι στην Σαλαμίνα όπου και πέθανε άρρωστος στις 4 Ιουλίου του επόμενου έτους) και η Όλγα έφυγε για λίγο από την Ελλάδα.
Ένα μήνα αργότερα έγινε νέο συλλαλητήριο στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, κατά το οποίο κάηκαν αντίτυπα της μετάφρασης του Ευαγγελίου (φύλλα της εφημερίδας) και εγκρίθηκε ψήφισμα των φοιτητών που αξίωνε: (α) Την απαγόρευση της κυκλοφορίας της μετάφρασης και (β) Την αυστηρή τιμωρία όποιου στο μέλλον θα τολμούσε να μεταφράσει το Ευαγγέλιο στην απλή γλώσσα.
Ήταν τούτη η βλακώδης νοοτροπία που οδήγησε όχι μόνο στα αιματηρά γεγονότα του 1901, αλλά προκάλεσε την απαγόρευση κάθε μετάφρασης των ιερών κειμένων που καταχωρήθηκε στο Σύνταγμα του 1911 και, τυπικά τουλάχιστον, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, αφού στο άρθρο 3, παρ. 3, αναφέρεται ότι «Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη».
ΕΧΕΙ ΓΝΩΜΗ Η ΒΙΒΛΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ;
Αλλά τι θα είχε να πει η ίδια η Βίβλος και η εκκλησιαστική ιστορία σχετικά με τη μετάφραση των ιερών κειμένων;
Αν και δεν έχει βρεθεί ακόμη κανένα αρχαίο χειρόγραφο, είναι γενικά αποδεκτή η πληροφορία του Ευσέβιου (Εκκλ.Ιστ. VI,25,3-6) ότι το πρώτο Ευαγγέλιο «γέγραπται το κατά τόν ποτε τελώνην, ύστερον δε απόστολον Ιησού Χριστού, Ματθαίον, εκδεδωκότα αυτό τοις από Ιουδαϊσμού πιστεύσασιν, γράμμασιν Εβραϊκοίς συντεταγμένον». Και φαίνεται πως είτε ο ίδιος είτε κάποιος σύγχρονός του, έσπευσε να το μεταφράσει από τα εβραϊκά ή αραμαϊκά στα ελληνικά, που ήταν η διεθνής γλώσσα εκείνης της εποχής, ώστε να χρησιμοποιείται από πολύ περισσότερους.
Επίσης έχουμε την άμεση σχεδόν (μέσα στους πρώτους αιώνες) μετάφραση κειμένων της Καινής Διαθήκης σε γλώσσες όπως η συριακή, η κοπτική, η αρμενική, η αιθιοπική, η λατινική, η γεωργιανή και άλλες. Και δεν θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει διαφορετικά, αφού στο ενδιαφέρον της Καινής Διαθήκης είναι πώς τα λόγια του Θεού θα γίνουν κατανοητά από τους ανθρώπους «κάθε φυλής και γλώσσας”.
Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να εννοηθούν αφενός το πολύγλωσσο κήρυγμα των Αποστόλων στην Πεντηκοστή, για το οποίο οι ακροατές ομολόγησαν «ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν η εγεννήθημεν», και αφετέρου η απαίτηση του Παύλου για κάθε ξενόγλωσση ομιλία απαραιτήτως να διερμηνεύεται «ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη»; (Πράξ. 2/β/8, Α~ Κορ. 14/ιδ/5).
Επιπλέον δε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι ίδιοι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης χρησιμοποίησαν στα θεόπνευστα κείμενά τους την ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης, γνωστής ως των Εβδομήκοντα (Ο~) χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Ο λόγος του Θεού εξακολουθεί να είναι λόγος ιερός, εφόσον με πιστότητα μεταφράζεται για να γίνει κατανοητός από τους αναγνώστες και ακροατές.
Αντίθετα από τα παραπάνω, τα εκάστοτε εκκλησιαστικά κατεστημένα επεδίωξαν την προσκόλληση είτε στο αρχαίο κείμενο είτε σε κάποια συγκεκριμένη μετάφραση, διαμορφώνοντας και επιβάλοντας με τον τρόπο αυτό στερεότυπα γλωσσικά πρότυπα, με αποτέλεσμα στο τέλος, σχεδόν κανείς να μην καταλαβαίνει τα ιερά κείμενα.
Το πισωγύρισμα εκείνο του 1901, όχι μόνο ντρόπιασε το ελληνικό κράτος αλλά και κράτησε για 100 χρόνια τον ελληνικό λαό μακριά από τα ιερά κείμενα.
100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Σήμερα χαιρόμαστε που τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Ύστερα από περιπέτειες, δικαστικούς αγώνες και διωγμούς δεκαετιών, η Ελληνική Βιβλική Εταιρεία εκδίδει πλέον τη Νέα Δημοτική Μετάφραση με έγκριση της Ιεράς Συνόδου και του Πατριαρχείου. Επίσης η Αποστολική Διακονία, εκδοτικός οργανισμός της Εκκλησίας της Ελλάδος, πουλάει την Αγία Γραφή σε διάφορες μεταφράσεις, Μητροπόλεις εκδίδουν τις νέες μεταφράσεις επ’ ονόματί τους με την ευχή των οικείων Μητροπολιτών και μερικές φορές οι εφημέριοι δωρίζουν στους νεόνυμφους την Καινή Διαθήκη, χωρίς πλέον να χαρακτηρίζονται «άθεοι» και «προδότες»!!! |
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα».
Λαμψίδη Γ.Ν., «Οι περιπέτειες της Δημοτικής», Αθήνα 1993.
πηγή: tyxikos.gr
Επιμέλεια: Γιώργος Οικονομίδης