Διάβασε:
“Εβραίους: ε’ 1-11, ι’ 19-26, ιγ’ 10-17”,
“Α’ Πέτρου: β’ 5”,
“Αποκάλυψις: α’ 5-7, β’ 6 και 15
Όλοι όσοι γνωρίζουν τον Λόγο του Θεού θα έχουν ασφαλώς σημειώσει ότι υπάρχουν μέσα σ’ Αυτόν, τέσσερις διαφορετικές γραμμές αλήθειας, όσον αφορά την Ιερωσύνη:
1. Πατριαρχική ή Οικογενειακή Ιερωσύνη.
2. Ααρωνική ή Τυπική Ιερωσύνη.
3. Ιερωσύνη του Μελχισεδέκ.
4. Χριστιανική Ιερωσύνη.
Είναι πάντοτε βοηθητικό, προκειμένου να βγάλει κανείς συμπεράσματα μελέτης σε κάποιο βιβλικό θέμα, να διαβάζει αυτός πρώτα ολόκληρο τον Λόγο του Θεού πάνω στο θέμα αυτό και μετά να εξάγει την σχετική διδασκαλία. Έχοντας μπροστά μας ολόκληρη την αλήθεια του Θεού, μπορούμε να δούμε τι ο Θεός θέλει να μας διδάξει για το κάθε θέμα.
Απ’ αρχής οι άνθρωποι έρχονται στον Θεό σαν αμαρτωλοί για να δικαιωθούν. Η αρχή της σωτηρίας του Θεού για τον αμαρτωλό, παραμένει η ίδια δια μέσου όλων των αιώνων. Πριν ακόμα ένα πρόσωπο μπορέσει να τον λατρεύσει, είναι αναγκαίο να Τον γνωρίσει. Και οι Γραφές είναι γεμάτες από εικόνες και ιστορίες ανθρώπων που δεν Τον γνώριζαν, αν και αυτοί ανήκαν στην ίδια οικογένεια με τους πρώτους (Γένεσις: ιε’ 1-15). Η λατρεία διετηρείτο στα παλιά χρόνια μέσω ευσεβών οικογενειών. Υπήρχε εποχή κατά την οποία δεν υπήρχε καμιά εκκλησιαστική λατρεία. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι σε δημόσιες συναθροίσεις ώστε είναι δυνατόν να το θεωρήσει αυτό ως δεδομένο ότι πάντοτε υπήρχαν τέτοιες συναθροίσεις. Αλλά οι Γραφές δεν μας οδηγούν σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα, ότι, η οικογενειακή λατρεία υπήρχε στα πολύ παλιά χρόνια. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε τέσσερις ή πέντε Πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως είναι ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Νώε και ο Ιώβ. Αν και το βιβλίο του Ιώβ βρίσκεται σχεδόν στο μέσον της Βίβλου, είναι γενικώς παραδεδεγμένο ότι ο Ιώβ έζησε στις πρώτες μέρες της ιστορίας του κόσμου μας. Οι Πατριάρχες, ως κεφαλές των οικογενειών που εδημιούργησαν, διακρίνονται στις Γραφές για την γραμμή τους που είχαν να διατηρούν την οικογενειακή λατρεία του Θεού.
Έχει την ευθύνη του να μαζεύει όλα τα μέλη της οικογενείας του και να διαβάζουν όλοι μαζί τον Λόγο του Θεού και να ζητούν την ευλογία του Θεού πάνω στο σπίτι τους. Όλοι εκείνοι που έχουν πειραματιστεί αυτή την ευσεβή ασχολία, έχουν διαπιστώσει το πόσο ο Κύριος τους εβοήθησε στα διάφορα οικογενειακά τους προβλήματα. Διότι, είναι η οικογενειακή προσευχή η ευκαιρία εκείνη κατά την οποία μπορούμε να φέρουμε μπροστά στον Κύριο ζητήματα οικογενειακά, τα οποία δεν θα μπορούσαμε να φέρουμε στην συμπροσευχή της Εκκλησίας και να προσευχηθούμε γι’ αυτά δημόσια.
Η μελέτη του Λόγου του Θεού έχει μια ιδιαίτερη επίδραση στην ανάπτυξη των παιδιών και αυτά ποτέ δεν ξεχνούν όσα ακούν κατά την οικογενειακή μελέτη. Και αν συμβεί να μεγαλώσουν και αφήσουν το πατρικό τους σπίτι χωρίς ακόμα να έχουν γνωρίσει τον Κύριο, είναι αδύνατο να ξεχάσουν τα λόγια του Θεού και τις σκηνές όταν ο πατέρας τους και η μάνα τους γονάτιζαν μπροστά στον Κύριο και ζητούσαν την ευλογία του Θεού επάνω τους. Ίσως μερικά απ’ τα παιδιά σας για τα οποία χρόνια ολόκληρα προσεύχεσθε, να μην έχουν ακόμα επιστραφεί στον Χριστό, όμως, ποτέ μην ξεχνάτε πώς ο Θεός έχει ακούσει τις προσευχές σας, και να περιμένετε στον δικό Του χρόνο να απαντηθούν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα υπάρξουν χιλιάδες παιδιά και κορίτσια στον ουρανό, που ωθήθηκαν να γνωρίσουν τον Κύριο Ιησού σαν Σωτήρα τους, ως αποτέλεσμα της «οικογενειακής προσευχής», και ο καλός σπόρος που έπεσε στο σπίτι, πρίν ακόμα τα παιδιά μεγαλώσουν και αποχωριστούν τους γονείς τους, θα φέρει καρπό για την αιωνιότητα. Τούτο είναι αρκετά ενθαρρυντικό για όλους τους πιστούς που ασκούν την θεάρεστη τούτη πράξη της οικογενειακής λατρείας(Β’ Τιμόθεον: α’ 5, γ’ 15).
ΑΑΡΩΝΙΚΗ ή ΤΥΠΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ;
Ήταν πρόθεσις και σκοπός του Θεού, να γίνει ο Ισραήλ βασίλειο ιερέων. Στο βιβλίο της Εξόδου, ιθ’ 5-6, ο Θεός μιλάει στον Ισραήλ και υπόσχεται, με προϋπόθεση την υπακοή τους σ’ Αυτόν και την τήρηση της διαθήκης, ότι αυτά θα είναι γι’ Αυτόν ένας ιδιάζων θησαυρός και ένα βασίλειον ιερέων. Δυστυχώς, όμως, αυτοί τόσο πολύ αποστάτησαν από τον Νόμο του θεού ώστε η πρόθεση Του ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Κι’ έτσι αντί να γίνει το έθνος ολόκληρο ένα βασίλειο ιερέων, βλέπουμε την ιερωσύνη να δίδεται στη φυλή Λευΐ και να περιορίζεται στην οικογένεια Ααρών. Οι υιοί Ααρών ήσαν ιερείς απ΄ τη στιγμή της γεννήσεως των, και κανείς άλλος δεν μπορούσε να είναι ιερεύς εκτός εάν προέρχονταν από την οικογένεια Ααρών της φυλής Λευΐ.
Στον Ισραήλ υπήρχαν ο Αρχιερεύς, οι ιερείς, οι Λευΐτες και ο λαός. Ο Αρχιερεύς ήταν ο μόνος στον οποίο επιτρεπόταν να εισέλθει εις τα Άγια των Αγίων και τούτο μόνο μια φορά το χρόνο, όταν μετέφερε το αίμα της θυσίας για να ραντίσει πάνω και μπροστά στο ιλαστήριο (Εβραίους: θ’ 7-8). Οι ιερείς, οι υιοί Ααρών, ήσαν εκείνοι στους οποίους επιτρεπόταν να προσφέρουν θυσίες και η ευθύνη τους ήταν να περιποιούνται το χάλκινο θυσιαστήριο, τον χάλκινο νιπτήρα, τη λυχνία, τους άρτους της προθέσεως και όλα όσα είχαν σχέση με την λατρεία που έπρεπε να γίνεται καθημερινά. Οι Λευΐτες, που ήσαν απ’ τη φυλή του Λευΐ, κρατούσαν τη θέση των πρωτοτόκων, βοηθούσαν τους ιερείς, εδίδασκαν στον λαό τον Νόμον του Θεού και αυτοί ήσαν εκείνοι που ανέγειραν τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Ο λαός γενικώς ήταν όλοι οι υπόλοιποι.
Η ιερωσύνη θεσπίστηκε απ’ τον Θεό και μόνο στους ιερείς επιτρεπόταν να προσφέρουν θυσίες. Ο λάτρης έπρεπε να φέρει την προσφορά του στον ιερέα, το θύμα φονευόταν, ο ιερέας το προσέφερε και το πρόσωπο που το είχε φέρει συνταυτιζόταν με την θυσία. Αυτό γινόταν για πολλά χρόνια, έως ότου οι τύποι εξεπληρώθηκαν δια του έργου του Χριστού στον Σταυρό, όταν «προσέφερε Εαυτόν άμωμον εις τον Θεόν» (Εβραίους: θ’ 14). Εξετέλεσε τον Νόμο του Θεού και μετά δέχτηκε επάνω Του τις αξιώσεις του Θεού για τον παραβάτη του θείου Νόμου, πεθαίνοντας υπό κατάραν (Γαλάτας: γ’ 13). Τώρα Αυτός έχει γίνει «το τέλος του νόμου προς δικαιοσύνην εις πάντα τον πιστεύοντα» (Ρωμαίους: ι’ 1). Ο νόμος ήταν μόνο μια «σκιά μελλόντων αγαθών» (Εβραίους: ι’ 1). Δεν ισχυριζόμαστε ότι ο Ααρών και η οικογένειά του καταλάβαιναν το πόσο, πλήρως, όλη αυτή η τυπική διάταξη παρίστανε το πρόσωπο του προσδοκωμένου Σωτήρα και το μεγάλο έργο που Αυτός επρόκειτο να πραγματοποιήσει επάνω στο Σταυρό, ακόμα και το έργο που τώρα κάνει στην παρουσία του Θεού (Εβραίους: θ’ 24). Εμείς έχουμε μέσα στην Αγία γραφή την Επιστολή προς Εβραίους, την οποία αυτοί δεν είχαν και γι’ αυτό μπορούμε, γυρίζοντας στο βιβλίο του Λευϊτικού, της Εξόδου και σε άλλα μέρη του Λόγου του Θεού, να δούμε πόσο ευτυχώς, όλοι οι τύποι που είχαν σχέση με τον Νόμο, έδειχναν την έλευση του Κυρίου Ιησού, του Ενός που εξεπλήρωσε τον Νόμο, ανταποκριθείς σε όλες τις απαιτήσεις του θεού (Ρωμαίους: ιε’ 4).
Μερικές φορές μιλάμε για το τετελειωμένο και το μη τετελειωμένο έργο του Κυρίου Ιησού Χριστού (Ιωάννης: ιθ’ 30). Το τετελειωμένο έργο ήταν εκείνο επί του σταυρού δια του οποίου έγινε η λύτρωση, όταν ο Χριστός ικανοποίησε πλήρως τη θεία δικαιοσύνη και εξάλειψε για πάντα την αμαρτία (Εβραίους: θ’ 26). Το μη τετελειωμένο έργο του Χριστού είναι εκείνο της μεσιτείας Του, το οποίο τώρα εκτελεί στα δεξιά του Πατρός (Α’ Ιωάννου: β’ 1), «Ζή δια να μεσιτεύει υπέρ ημών».
Υπάρχουν τρία ειδικώς σημεία δια των οποίων ο Αρχιερέας του Ισραήλ αποτελούσε τον τύπο του Χριστού. Την Ημέρα του Εξιλασμού, το σώμα του ζώου που δινόταν ως προσφορά περί αμαρτίας, καιγόταν έξω του στρατοπέδου, ο Ααρών έπαιρνε το αίμα της θυσίας μέσα από το καταπέτασμα και το ράντιζε επάνω και μπροστά στο ιλαστήριο επτά φορές (Λευϊτικόν: κεφάλαιο ις’ και Εβραίους: ιγ’ 11-12). Ο λαός περίμενε έξω απ’ τη Σκηνή του Μαρτυρίου να τον δεί να ξαναβγαίνει, πράγμα το οποίο ήταν γι’ αυτούς μια ένδειξη ότι ο Θεός είχε δεχτεί αυτό που έχει γίνει. Η μεγάλη Ημέρα του Εξιλασμού ήταν ένα ετήσιο γεγονός, αλλά ο Κύριος Ιησούς, με τη δική Του θυσία περί αμαρτίας τακτοποίησε κάθε τι για πάντα, και ο Θεός ευαρεστήθηκε να Του δώσει τη θέση στα δεξιά Του (Εβραίους: ι’ 12).
Ο Κύριος ανέβηκε στο σταυρό ως ο αντικαταστάτης μας και αφού δια της θυσίας Του τακτοποίησε το ζήτημα της αμαρτίας μας, ο Θεός Τον ανέστησε εκ νεκρών και Τον εδόξασε. Έχυσε το αίμα Του στο σταυρό πεθαίνοντας, και δυνάμει αυτού εισήλθε εντός του καταπετάσματος, και τώρα είναι ο Μεγάλος Αρχιερέας μας στην παρουσία του Θεού (Εβραίους: θ’ 24). Ασκεί καθημερινά την αρχιερατική διακονία Του εντός του καταπετάσματος, ο δε λαός Του περιμένει πότες θα Τον δεί (Φιλιππησίους: γ’ 20-21). Διαρκώς περιμένουμε πότε το έργο Του αυτό θα περατωθεί. Θα μεσιτεύει για μας όσο ακόμα θα είμαστε ένας λαός γεμάτο ανάγκες, ευρισκόμενοι μέσα στην έρημο. Όμως, ο καιρός πλησιάζει που θα απαλλαγούμε απ’ τις αδυναμίες και τις πτώσεις μας, που δεν θα έχουμε πια ανάγκη συμπαθείας, διότι θα είμαστε στην παρουσία Του, θα βλέπουμε το πρόσωπό Του και θα Τον λατρεύουμε αιωνίως (Αποκάλυψις: κβ’ 3-4). Βέβαια, δεν μπορούμε να πούμε ότι η ιερατεία του Κυρίου μας οπωσδήποτε τότε θα τελειώσει, ίσως αυτή πάρει κάποια καινούργια γραμμή, αλλά ρωτάμε, «Αυτός δεν θα είναι ο Ιερεύς αιωνίως στον Οίκο του Θεού, για να οδηγεί τον λαό Του σε λατρεία»;
Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ
Αυτή είναι η τρίτη ιερωσύνη, και παρουσιάζεται ως ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα το οποίο συχνά θεωρείται δύσκολο από νέους πιστούς. Στη Γένεση στο ιδ’ κεφάλαιο, βλέπουμε τον Αβραάμ να πηγαίνει να διασώσει τον Λώτ, τον οποίο κάποιοι βασιλείς είχαν πιάσει αιχμάλωτο και γύρισε απ’ τη σφαγή των βασιλέων όταν συνάντησε τον Μελχισεδέκ. Οι Γραφές λένε ότι αυτός ήταν βασιλεύς Σαλήμ, που σημαίνει Βασιλεύς ειρήνης. Και προσέφερε στον Αβραάμ «άρτον και οίνον», ο δε Αβραάμ του έδωσε το δέκατο των υπαρχόντων του (Εβραίους: ζ’ 4). Στον ρι’ ψαλμό, αυτός ο άνθρωπος αναφέρεται πάλι, ως τύπος του Κυρίου Ιησού, «Είσαι ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξη Μελχισεδέκ». Στην προς Εβραίους Επιστολή, κάποια δυσκολία φαίνεται πως ανακύπτει, ιδίως στους νεοπροσύλητους, γύρω απ’ αυτό το θαυμάσιο πρόσωπο (Εβραίους: ζ’ 3). Ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μη έχων μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής». Απλώς, αυτός συναντά τον Αβραάμ ενώ επιστρέφει απ’ τη σφαγή των βασιλέων, του προσφέρει άρτον και οίνον και αφού πήρε το δέκατον των υπαρχόντων του Αβραάμ, μετά εξαφανίζεται μέσα απ’ τις σελίδες της Παλαιάς Διαθήκης, εκτός απ’ τον ψαλμό που είπαμε στον οποίο με μια μόνο φράση αναφέρεται.
Ποιο είναι το παράξενο αυτό πρόσωπο; Διότι κανένα κοινό πρόσωπο δεν είναι χωρίς πατέρα και χωρίς μητέρα, και χωρίς να έχει αρχή ημερών και τέλος ζωής. Κάθε άνθρωπος έχει μια γενεαλογία. Παρ’ όλο που πολλές φορές αυτή δεν είναι απόλυτα διαπιστωμένη. Οι Γραφές δεν εννοούν ότι ο Μελχισεδέκ ήταν στην πραγματικότητα χωρίς πατέρα και χωρίς μητέρα, αλλά ότι αυτός δεν είχε κάποια γνωστή προέλευση. Λόγου χάρη, του Ισαάκ η γενεαλογία αναφέρεται καθαρά, ότι αυτός ήταν υιός του Αβραάμ, ενώ του Μελχισεδέκ δεν αναφέρεται. Γιατί, άραγε, το παρέλειψε αυτό στον Λόγο Του, ενώ για τόσους άλλους έχει αναφέρει; Κεφάλαια που θεωρούνται στη Γραφή με μικρή σημασία είναι συνήθως εκείνα που είναι γεμάτο από ονόματα! Τα πρώτα εννέα κεφάλαια του Α’ βιβλίου των Χρονικών είναι γεμάτα από ονόματα με το σκοπό να αποδείξουν γενεαλογίες. Η Γενεαλογία μέσα στις Γραφές είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Πολλοί Ιουδαίοι που επέστρεψαν από την αιχμαλωσία έχασαν την ιερατεία, διότι δεν μπορούσαν να την αποδείξουν δική τους (Νεεμίας: ζ’ 64). Ο Θεός παρέλειψε να αναφέρει την γενεαλογία του Μελχισεδέκ διότι αυτός ήταν ένας τύπος του Κυρίου ως Υιού του Θεού. Δεν είχε αρχή (Ιωάννης: α’ 1). Δεν υπήρξε ποτέ χρόνος κατά τον οποίον Αυτός δεν υπήρχε, ούτε και θα υπάρξει που Αυτός θα παύση να ζεί. Υπήρχε πρίν από κάθε αιωνιότητα και αρχή, και όταν ακόμα κάθε τι από χρόνο και ύλη θα διαλυθεί, Αυτός θα συνεχίζει να είναι ο Ένας που θα ζεί αιωνίως ως το κέντρο της δόξης του ουρανού, και θα αποτελεί το αντικείμενο της λατρείας όλων των λυτρωμένων Του.
Ο Μελχισεδέκ ήταν ένας βασιλεύς – Ιερεύς. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ένας ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξη αυτή. Πρό της ενσαρκώσεως Του ήταν πάντοτε ο υιός του Θεού, δεν ήταν τότε ένας Ιερέας. Ήταν αναγκαίο γι’ Αυτόν να γεννηθεί στον κόσμο, να υποφέρει, να χύσει το αίμα Του και να πεθάνει επάνω στο σταυρό για να εξαλείψει της αμαρτίες μας. Αναστήθηκε εκ των νεκρών, για να αναληφθεί και να καθίσει στα δεξιά του Θεού Πατρός και να ζεί με την δύναμη μιας ατέλειωτης ζωής. Η προμήθεια που δόθηκε στον Αβραάμ από τον Μελχισεδέκ, του άρτου και του οίνου, απεικονίζει το έργο της ενδυναμώσεως και την παρηγοριά του Χριστού προς τον λαό Του, ως του ευσπλάγχνου Αρχιερέως του, μετά από κάθε δοκιμασία την οποία Αυτός επιτρέπει και εφ’ όσον απέβη αυτή νικηφόρα. Επίσης θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το έργο, σε μια πλήρη του έννοια, θα πραγματοποιηθεί όταν ο Κύριος γυρίσει για να παραλάβει τους Αγίους Του, ακόμα και όταν θα έλθει μαζί με τους αγίους Του για την τελική απελευθέρωση του Ισραήλ. Τότε αυτοί θα γνωρίσουν το έργο Του αυτό, της παρηγοριάς και παλινορθώσεως σε μία πολύ αξιοσημείωτη και ευλογημένη έκταση.
Μία μεγάλη διαφορά μεταξύ Ααρωνικής τάξεως και της τάξεως Μελχισεδέκ, ήταν ότι η ιερωσύνη του Ααρών δεν μπορούσε να συνεχίζεται λόγω του θανάτου των εκάστοτε ιερέων, αλλά ο ευλογητός μας Κύριος Ιησούς Χριστός δεν είναι ιερεύς κατά την τάξη Ααρών, αλλά κατά την τάξη Μελχισεδέκ, διότι ζεί δια της δυνάμεως μιάς ατελευτήτου ζωής. Δική Του είναι μία αμετάβλητη ιερωσύνη, που ποτέ δεν πρόκειται να μεταβιβαστεί σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Η ιερωσύνη του Ααρών μεταβιβαζόταν σε άλλους, αλλά ο Κύριος Ιησούς ουδέποτε θα την μεταβιβάσει σε άλλον, διότι ουδέποτε θα πεθάνει.
Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΙΕΡΩΣΥΝΗ
Σχετικά με την Ιερωσύνη αυτή, τα πράγματα τίθενται επί άλλης, πολύ διαφορετικής βάσεως. Στην παλιά οικονομία υπήρχε μία ειδική τάξις ιερέων, και κανείς δεν μπορούσε να είναι ιερέας αν δεν καταγόταν από την οικογένεια Ααρών. Τώρα, στην Χριστιανική δηλαδή Ιερωσύνη, η τάξις έχει κατά θεία οικονομία αλλάξει. Η παρούσα οικονομία άρχισε από την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξεις: β’ κεφ.), και θα τελειώσει όταν ο Κύριος έλθει να παραλάβει τον λαό Του να είναι μαζί Του (Α’ Θεσσαλονικείς: δ’ κεφ.).
Η ιερωσύνη των πιστών είναι μία απ’ τις αρχές της Χριστιανικής Συναθροίσεως. Κατά την οικονομία αυτή ο κάθε πιστός είναι κι’ ένας ιερέας και μάλιστα χωρίς διαφορά, για τον Θεό, αν αυτός είναι άνδρας ή γυναίκα. Οι αδελφές είναι ίσες με τους αδελφούς, και οι νεώτεροι πιστοί είναι εξ’ ίσου ιερείς όπως και οι πρεσβύτεροι (Α’ Πέτρου: β’ 5, Αποκάλυψις: α’ 6). Βρισκόμαστε όλοι επί μιάς και της αυτής βάσεως. Διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών γίνεται μέσα στις Γραφές μόνο στην διακονία του Λόγου και στις δημόσιες συγκεντρώσεις. Επίσης, υπάρχει κι’ άλλη μία όσον αφορά τις διάφορες θέσεις, που πρέπει να κατέχονται άλλες από άνδρες κι’ άλλες από γυναίκες μέσα στην Συνάθροιση. Όμως, στην Χριστιανική Ιερωσύνη δεν υπάρχει καμιά διαφορά (Α’ Κορινθίους: ιδ’ 34). Όταν θα μαζευτούμε όλοι μας κατά την ημέρα του κυρίου, για να θυμηθούμε τον Κύριο Ιησού Χριστό και να καταγγείλουμε για μια φορά ακόμα στην παρουσία Του τον θάνατό Του, με την κλάση του άρτου και την πόση του οίνου, θα βρεθούμε όλοι μας εξ’ ίσου γύρω απ’ αυτή την τράπεζα (Α’ Κορινθίους: ια’ 23). Εκεί δεν θα υπάρχει κάποιος ειδικός για να οδηγήσει την συνάθροιση. Δεν ξέρουμε ποιος θα προτείνει τον πρώτο ύμνο, ούτε ποιος θα διαβάσει κάτι από τον Λόγο του Θεού και θα οδηγήσει την ομήγυρη των αδελφών σε λατρεία, δε κλάση του άρτου και σε διακονία του λόγου. Θα βρεθούμε όλοι μαζί, σαν μια συντροφιά ιερέων επί κοινής βάσεως, εξαρτημένοι από το Άγιο Πνεύμα του Θεού που Εκείνο θα μας οδηγεί σε ευχαριστία και λατρεία, τα οποία εδώ κάτω στη γή γίνονται μόνο από τους αδελφούς.
Τούτη η σκέψη μας φέρνει στο ζήτημα της λατρείας:
1. Η καταλληλότητα για Λατρεία.
2. Το αντικείμενο της Λατρείας.
3. Η δύναμη για Λατρεία.
4. Η θέση της Λατρείας.
5. Οι πράξεις της Λατρείας.
Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
Στα παλιά χρόνια οι άνθρωποι έρχονταν στον Θεό σαν αμαρτωλοί και δικαιώνονταν. Ο λόγος για τον οποίο η θυσία του Άβελ έγινε δεκτή, ενώ του Κάϊν όχι, ήταν διότι ο Άβελ προφανώς είχε έλθει στον Θεό σαν αμαρτωλός και είχε πράγματι εμπιστευθεί τον εαυτό του στο εξιλαστήριο αίμα της θυσίας που πρόσφερε. Αλλά, ο Κάϊν διακρίνεται μέσα στις Γραφές ως ένας ασεβής άνθρωπος, ο οποίος περιφρονεί την θυσία και παρουσιάζει μπροστά στα μάτια του Θεού Τα προϊόντα της καταραμένης γής. Η θυσία του Άβελ δείχνει πώς αυτός ένοιωσε ότι ήταν ένας ένοχος αμαρτωλός και ότι ο Θεός ήταν ένας Άγιος Θεός, και ακόμα ότι τίποτε άλλο εκτός από έκχυση αίματος δεν μπορούσε να εξιλεώσει την αμαρτία του. Όμως στην θυσία του Κάϊν δεν υπήρχε τίποτε που να δείχνει ότι αυτός είχε έστω και την παραμικρή τύψη συνειδήσεως ή ότι αναγνώριζε την αγιότητα του Θεού και την δικαιοσύνη του χαρακτήρα Του. Τράβηξε τον δρόμο του, σκότωσε τον αδελφό του, και μετά έχτισε μια πόλη, ζητώντας έτσι να αποκατασταθεί στη γή και να ξεχάσει την αχρειότητά του (Γένεσις: δ’ 3, 8, 17, Ιούδα: 11).
Ο μόνος λαός που μπορεί να λατρεύει, πρέπει να είναι ιερείς. η καταλληλότητα για λατρεία πρέπει να είναι η ιερωσύνη. Αυτό διδασκόμαστε στην Α’ Επιστολή του Πέτρου: «Ιεράτευμα άγιον δια να προσφέρητε πνευματικάς θυσίας», «Βασίλειον ιεράτευμα», «δια να εξαγγείλητε τας αρετάς εκείνου όστις σας εκάλεσεν εκ του σκότους εις το θαυμαστόν αυτού φώς» (Α’ Πέτρου: β’ κεφ.).
Αν δεν σωθούμε πρώτα δεν μπορούμε να είμαστε ιερείς, κι’ επομένως δεν μπορούμε να λατρεύουμε. Ίσως πηγαίνεις σε κάποιο μέρος όπου γίνεται κάποια θρησκευτική συνάθροιση, που ψάλλονται ύμνοι, διαβάζονται οι Γραφές, κι’ όμως να μη προσφέρεις στον Θεό κάποια λατρεία δεκτή απ’ Αυτόν. Αν πρώτα δεν γνωρίσεις τι θα πεί να είσαι λυτρωμένος, αναγεννημένος και σωσμένος δια της χάριτος του Θεού, δια πίστεως στον Χριστό, δεν μπορείς να ξέρεις τι σημαίνει να είσαι ένα τέκνο του Θεού (Εφεσίους: β’ 8-9).
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Αυτό εκτίθεται δια του Χριστού, στο πολύ σπουδαίο χωρίο Ιωάννου: δ’. Η γυναίκα της Σαμάρειας μπορούσε να μιλήσει περί λατρείας ως εξής: «Οι πατέρες ημών εις τούτο το όρος προσεκύνησαν» και εκείνο που εννοούσε με τη λέξη προσκύνημα (λατρεία) ήταν προφανώς ειδωλολατρεία. Όμως ο Κύριος Ιησούς της είπε: «Σείς προσκυνείτε εκείνο το οποίον δεν εξεύρετε, ημείς προσκυνούμεν εκείνο το οποίον εξεύρομεν, διότι η σωτηρία είναι εκ των Ιουδαίων», «Ο Θεός είναι πνεύμα, και οι προσκυνούντες αυτόν, εν πνεύματι και αληθεία πρέπει να προσκυνώσι», «διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν». Λοιπόν το αντικείμενο της λατρείας είναι ο Πατήρ.
Το θέμα της Αγίας Τριάδος είναι ένα θέμα πολύ σοβαρό και βαθύ. Όταν μιλάμε για δημιουργία, την αποδίδουμε στον Θεό Πατέρα, τη λύτρωση στον Θεό Υιό και την αποκατάσταση στο Άγιον Πνεύμα.
Από τρία πρόσωπα αποτελείται η Θεότης. Ο Πατήρ είναι Θεός, ο Υιός είναι Θεός και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός. Οι Γραφές διδάσκουν ότι η λατρεία πρέπει να απευθύνεται στον Θεό Πατέρα. «Ο Πατήρ, τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας Αυτόν». Τούτο αποτελεί ένα μεγάλο σκοπό της σωτηρίας μας. Ο Χριστός δεν μας έσωσε μόνο για να μας βάλει στην δόξα αλλά για να γίνουμε λατρευτές του Θεού. Πόσο θαυμάσιο πράγμα θα είναι το ότι την Ημέρα του Κυρίου θα μαζευτούμε οι πιστοί για να λατρεύσουμε τον Πατέρα, να θυμηθούμε ντον Κύριο μας και να καταγγείλουμε τον θάνατό Του δια της κλάσεως του άρτου και της πόσεως του οίνου. Και πόση δόξα αποδίδεται και τώρα στον Θεό, όταν Αυτός κοιτάζοντας κάτω στη γή βλέπει μια συντροφιά λυτρωμένων αμαρτωλών, να είναι μαζεμένοι με σκοπό να ανοίξουν τις καρδιές τους σε ευχαριστία μπροστά Του.
Η ΔΥΜΑΜΗ ΓΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
Η δύναμη αυτή είναι το Άγιο Πνεύμα. Στην Επιστολή προς Φιλιππησίους: γ’ 3, ο Παύλος γράφει: «διότι ημείς είμεθα η περιτομή, οι λατρεύοντες τον Θεόν εν Πνεύματι, και καυχώμενοι εις τον Χριστόν Ιησούν, και μη έχοντες την πεποίθησιν εν τη σαρκί». Η μόνη δύναμη δια της οποίας οι πιστοί λατρεύουν, είναι η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εμπιστεύονται εαυτούς απολύτως σ’ Αυτό, όταν συνέρχονται όλοι μαζί. Η σάρκα δεν μπορεί να λατρεύσει και αν δεν υπάρξει η δύναμη του Αγίου Πνεύματος, για να ενεργήσει στο μέσο της συνάξεως, είναι αδύνατον να προσφερθεί στον Θεό ευχαριστία που να Τον ευαρεστήσει.
Ο ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Πολλοί μιλούν για οικοδομές που χρησιμοποιούνται για θρησκευτικούς σκοπούς, ως περί τόπων λατρείας. Κατά την οικονομία αυτή υπάρχει μόνον μια θέση λατρείας. Αν αυτή ήταν η Ιερουσαλήμ, πώς θα μπορούσαν να λατρεύσουν οι πιστοί που βρίσκονται στα διάφορα άλλα μέρη της γής;
Για να μπορέσουμε όλοι μας να λατρεύουμε, ο Θεός ευαρεστήθηκε να θέσει τον τόπο της λατρείας εκείθεν του καταπετάσματος, όπου ο Αρχιερέας μας έχει εισέλθει. Η λατρεία είναι μια πνευματική άσκηση της ψυχής πίσω από το καταπέτασμα και μόνο ενώ εισερχόμεθα εκεί δια της πίστεως, γινόμαστε ικανοί να λατρεύσουμε επιτυχώς.
Το καταπέτασμα σχίσθηκε! Να, ο Ιησούς στέκεται
Μπροστά απ’ το θρόνο της χάριτος
Και σύννεφα θυμιάματος που βγαίνουν από τα χέρια Του
Γιομίζουν όλον αυτόν τον δοξασμένο τόπο.
Το τίμιο αίμα Του ραντίζεται εκεί πέρα
Μπροστά και πάνω στο θρόνο
Και οι πληγές Του στον Ουρανό ομολογούν
Πως το έργο Του στη γή έχει τελειώσει.
ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Ο κάθε πιστός προσφέρει θυσίες. Αν και δεν προσφέρουμε τέτοιες που οι Εβραίοι πρόσφεραν –ταύρους, κριούς, γίδες και πρόβατα-, εν τούτοις όμως προσφέρουμε κι΄εμείς θυσίες. Παριστάνουμε τα σώματά μας θυσίαν ζώσαν, που είναι αγία, ευάρεστος εις τον Θεό, που είναι η λογική μας λατρεία (Ρωμαίους: ιβ’ 1). Προσφέρουμε στον Θεό τη θυσία της λατρείας. «Δι’ αυτού λοιπόν ας αναφέρωμεν πάντοτε εις τον Θεόν θυσίαν αινέσεως, τουτέστι καρπόν χειλέων ομολογούντων το όνομα αυτού» (Εβραίους: ιγ’ 15). «Ο προσφέρων θυσίαν αινέσεως, ούτος με δοξάζει» (Ψαλμοί: ν’ 23). Προσφέρουμε στον θεό τα υπάρχοντά μας. «Την δε αγαθοποιΐαν και το μεταδοτικόν μη λησμονείτε, διότι εις ταύτας θυσίας ευαρεστείτε ο Θεός» (Εβραίους: ιγ’ 16). Η προσφορά των Φιλιππησίων ήταν «οσμή ευωδίας, θυσία δεκτή ευάρεστος εις τον Θεό,» (Φιλιππησίους: δ’ 18). Τίποτε δεν δοξάζει περισσότερο τον Θεό από την λατρεία των αγίων Του. Κάθε υπηρεσία που μπορεί να προσφέρουμε στον Θεό είναι πράγματι πολύ φτωχή, εκτός αν αυτή πηγάζει από λατρεία. Ίσως εργαστούμε πολύ τρέχοντας εδώ και εκεί, και όμως μέσα στην εργασία αυτή να μην υπάρχει καθόλου ή έστω να υπάρχει λίγη λατρεία για τον Θεό. Εκείνο που ο Θεός επιθυμεί να δεί στο λαό Του είναι το πνεύμα λατρείας, διότι μόνο όσα δια του πνεύματος αυτού προσφέρονται εις Αυτόν, είναι και ευάρεστα ενώπιον Του (Εβραίους: ιβ’ 28).
ΤΙΤΛΟΙ
Στο β’ κεφάλαιο της Αποκαλύψεως ο Κύριος σχολιάζει την Εκκλησία της Εφέσου για πολλά πράγματα και τους μέμφεται διότι «άφησαν την πρώτην αγάπην». Όμως τονίζει και ένα σημείο της ζωής τους που Τον ευαρεστεί: «Έχεις όμως τούτο, ότι μισείς τα έργα των Νικολαϊτών» (Αποκάλυψις: β’ 6). Σχετικά με την Εκκλησία της Περγάμου, η λέξη χρησιμοποιείται πάλι: «Ούτως έχεις και σύ τινάς κρατούντας την διδαχή των Νικολαϊτών». Και στις δύο περικοπές των Γραφών οι λέξεις αυτές συνοδεύονται και με τη φράση «το οποίον μισώ». Οι πιστοί της Περγάμου ελέχθησαν από τον Κύριο διότι είχαν συντροφιά τους ανθρώπους που κρατούσαν τη διδασκαλία των Νικολαϊτών, εκείνο δηλαδή που Αυτός μισούσε.
Ίσως κάποιος πεί, «Τι σχέση έχουν τα χωρία Αποκάλυψις: β’ 6, 15 με το θέμα της ιερωσύνης των πιστών»; Ενώ η ιερωσύνη των πιστών είναι σύμφωνη με τον νού του Θεού, και είναι μια από τις πιο ζωτικές αρχές της Χριστιανικής Συναθροίσεως, τα θρησκευτικά συστήματα του Χριστιανισμού παρουσιάζουν ένα τελείως διαφορετικό θέαμα. Βλέπετε να υπάρχει η αρχή της ιερωσύνης όλων των πιστών στα διάφορα θρησκευτικά συστήματα; Αναγνωρίζουν κλήρο, που είναι αντίθετος με την τάξη του Θεού περί χριστιανικής ιερωσύνης. Ο τίτλος «αιδέσιμος» χρησιμοποιείται πολύ σήμερα στις εφημερίδες, στα θρησκευτικά βιβλία και αλλού. Πολλοί είναι εξοικειωμένοι τόσο πολύ με τη λέξη αυτή, ώστε την εκλαμβάνουν ως ορθώς λεγομένη. Σύμφωνα με τον Νόμο, ο Θεός έκανε μια διάκριση μεταξύ ιερέων και κοινού λαού. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που αυτοονομάζονται ιερείς και άλλοι διδάσκονται να τους αποκαλούν ιερείς. Ο σύγχρονος κληρικός είναι ένα ουσιώδες μέρος της Χριστιανικής θρησκείας.
Την ίδια στιγμή που αναγνωρίζεις μία ανθρώπινη τάξη ιερωσύνης, καταστρέφεις την ίδια την ιδέα της ιερωσύνης όλων των πιστών. Ο Θεός δεν λέει τίποτε περί κάποιας διαφορετικής τάξεως ανθρώπων μέσα στη Συνάθροιση. Δεν υπάρχει χώρος μέσα σ’ αυτήν για κάποια άλλη τάξη ανθρώπων, που να είναι ιερείς, ξέχωρα από την ιερωσύνη όλων των πιστών.
Αν εσύ ο ίδιος είσαι ένας ιερέας, τότε δεν χρειάζεσαι κανέναν άλλον να μεσολαβήσει μεταξύ εσένα και του Θεού. Είσαι εσύ ο ίδιος ικανός να προσφέρεις την θυσία της ευχαριστίας και της λατρείας σου, η οποία θα πάει μπροστά στον θεό και θα γίνει αποδεκτή δια της θυσίας του Χριστού του Κυρίου σου, ο Οποίος κάθεται τώρα στα δεξιά του Θεού. Ο Χριστιανισμός έχει πολύ ξεφύγει απ’ το υπόδειγμα που ο Θεός έχει δώσει περί Εκκλησίας. Σχεδόν σε όλα τα συστήματα του Χριστιανισμού αναγνωρίζεται ξεχωριστή τάξις ανθρώπων για την υπηρεσία στο έργο, εκ των οποίων πολλοί απ’ αυτούς ονομάζονται ιερείς. Γενικώς δε αυτοί γνωρίζονται ότι ανήκουν στην τάξη των ιερέων δια της ειδικής στολής την οποίαν φέρουν χωρίς κάν να έχει τεθεί γι’ αυτούς η ερώτηση αν έχουν σωθεί ή όχι.
Είναι το σύστημα τούτο σύμφωνο με τον νού του Θεού; Έχει κάνει ο Θεός καμιά πρόβλεψη στην Εκκλησία Του για την ύπαρξη κλήρου, για μια δηλαδή ειδική τάξη ανθρώπων, διάφορο των κοινών πιστών; Δεν μιλάμε τώρα για το ζήτημα των διακονιών μέσα στην Εκκλησία, για το κήρυγμα του Λόγου, για την παρακολούθηση (σ.«Σ»: κατάρτιση) των αγίων, ή οτιδήποτε άλλο είδος διακονίας, αλλά εξετάζουμε αν πράγματι ο Θεός έχει προβλέψει για την Εκκλησία Του την ύπαρξη κάποιας ξεχωριστής τάξεως ανθρώπων, με ειδικά προνόμια και ειδικές θέσεις. Τι λένε οι Γραφές; Δεν δίνουν καμιά οδηγία για την ίδρυση τάξεως κλήρου. Πώς τότε εισήλθε αυτός ο κλήρος στην Εκκλησία; Δεν υπήρχε όταν οι πρώτες Χριστιανικές Συναθροίσεις ιδρύθηκαν. Ο Απόστολος Παύλος δεν ήταν ιερέας ούτε ο Τιμόθεος ήταν, ούτε ο Απολλώ. Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Απόστολο Παύλο να φέρει τον τίτλο του «Αιδέσιμου». Ήσαν όλοι τους υπηρέτες του Χριστού και ταπεινόφρονες μαθητές Του.
Αφού το Κράτος απέτυχε να καταστρέψει την Εκκλησία δια των διωγμών και του μαρτυρίου, μετέβαλε τακτική και προσπάθησε να προστατεύσει την Εκκλησία η οποία σιγά-σιγά συγχωνεύθηκε με το Κράτος. Υπήρξε ένας σωστός γάμος μεταξύ Εκκλησίας και Κόσμου, ο οποίος στοίχησε στην Εκκλησία την απομάκρυνσή της από την απλότητα και την πιστότητα στον Κύριο της. Η ιστορία της Εκκλησίας αποκαλύπτει ότι ο κλήρος αναγνωρίστηκε ως αναγκαίος απ’ τη στιγμή που ο κόσμος είχε εισχωρήσει μέσα στην Εκκλησία, όταν δηλαδή οι αμετανόητοι άρχισαν να υποστηρίζουν χρηματικά το έργο της Εκκλησίας. Η εκκλησία δεν μπορούσε να πεί «Χρυσίον και αργύριον δεν έχω». Ενώ ο πλούτος έρρεε μέσα στα χρηματοκιβώτιά της Εκκλησίας, άνθρωποι μη αναγεννημένοι άρχισαν να εκπαιδεύονται για ιερείς, και έτσι ο κλήρος ξεκίνησε με όλα τα κακά που τον ακολούθησαν στην πορεία του. Δεν αναγνωρίζουμε κλήρο. Αυτός γκρέμισε την μαρτυρία της Εκκλησίας για τον απόντα Κύριο της.
Δεν πιστεύουμε πώς αυτός (ο κλήρος) είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού. Ο κάθε πιστός, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, είναι ένας ιερέας, και με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος καθίσταται ικανός να προσφέρει στον Θεό θυσίες ευχαριστίας και λατρείας.
Πολλοί από τους σχολιαστές της Βίβλου, που είναι πολύ ονομαστοί ως διδάσκαλοι του Λόγου του Θεού, συμφωνούν με την άποψη ότι οι λέξη «Νικολαΐτες» προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «νίκος» που σημαίνει νίκη, και «λαός» που σημαίνει κόσμος. Έτσι ερμηνεύουν τη λέξη ως «νίκη του λαού». Και σύμφωνα με τα όσα η ιστορία περιγράφει, ουδέποτε υπήρξε κάποια τάξις ανθρώπων στην οποία να αναγράφεται το όνομα των «Νικολαϊτών». Ποια, λοιπόν, είναι η σημασία της λέξεως; Γενικά είναι παραδεδεγμένο στις Συναθροίσεις των αδελφών πως αυτή σημαίνει την ύπαρξη του κλήρου μέσα στην Εκκλησία, για την οποία ο Κύριος λέει: «το οποίον μισώ». Γιατί; Διότι αν η ιερωσύνη όλων των πιστών είναι σύμφωνη με τον νούν του Θεού το να σηκωθεί μία νέα τάξις ανθρώπων μέσα στην Εκκλησία και να ονομάζουν τον εαυτό τους ιερείς, τούτο αποτελεί καταστροφή την Βιβλικής μαρτυρίας. Αν ο κλήρος δεν γινόταν γνωστός με το πραγματικό του περιεχόμενο, οι πιστοί ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν την Χριστιανική Συνάθροιση, όπου φυλάσσεται η θεία αρχή της ιερωσύνης όλων των πιστών, για να ενωθούν με κάποιο από τα συστήματα που την αγνοούν. Πώς λοιπόν να αναγνωρίσουμε, μια ανθρώπινη τάξη ιερωσύνης, όταν ο κύριος λέει σχετικώς με αυτήν: «το οποίον μισώ». Αν ο ιερέας είναι μία αναγεννημένη ψυχή, και τούτο δεν μπορεί να αλλάξει την θεία αρχή.
Για δύο πράγματα έχω δοξάσει τον Θεό χιλιάδες φορές.
1. Για το ότι με έσωσε ενώ ήμουνα ένας ένοχος, χαμένος και κατεστραμμένος αμαρτωλός και με έφερε στη γνώση του Κυρίου Ιησού, και με έκανε ευτυχισμένο με την αγάπη Του, και
2. Για το ότι με γλύτωσε από τα ανθρώπινα συστήματα με τα ιερατεία και τους τίτλους τους, και με κάθε τι άλλο που δεν είναι σύμφωνο με τον Λόγο του Θεού, και με έφερε μέσα σε μια Βιβλική Συνάθροιση αδελφών, στην ίση μοίρα με όλους τους αγίους Του, για να είμαι και εγώ ένας λατρευτής Του.
************
από το βιβλίο του HENRY HITCHMAN, με τίτλο, “ΜΕΡΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΩΣ” ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ, εκδόσεις “Ο ΛΟΓΟΣ”, ΑΘΗΝΑ 1960 και από το κεφάλαιο Γ’, “ΙΕΡΩΣΥΝΗ, ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΙ” (σελίδες 25 έως 40)
Αντιγραφή και επιμέλεια, με ελαφρά απόδοση στη δημοτική,
Γιώργος Οικονομίδης 20 Μαΐου 2008 www.sporeas.gr
Διαβάστε και άλλη μία ανάλυση – ερμηνεία περί γενικής, και όχι ειδικής, ιερωσύνης.
Ποιοι είναι ιερείς