Ιστορικές πληροφορίες

 

Η λέξη σταυρός δεν σημαίνει μόνο το σχήμα που γίνεται με δύο κάθετα τεμνόμενα τμήματα ξύλου. Σταυρός σημαίνει επίσης, όρθιο ξύλο, πάσσαλος, σκόλοψ (παλούκι), χιαστί ή σε ορθή γωνία σχήμα, ή διακλαδιζόμενο στο ένα μέρος «δίδυμον ξύλον» (Ιησούς του Ναυή η’ 28-29). Διάφορες παραλλαγές σταυρού συναντάμε στον πρωτοχριστιανικό κόσμο. Άλλωστε, η λέξη «σταυρός», δεν είναι ελληνική. Ναι μεν παράγεται από το ρήμα «ίστημι» αλλά έλκει την καταγωγή του από την Ανατολή (Λεξικό Ι. Σταματάκου).

Ο σταυρός ήταν το πλέον επώδυνο και ατιμωτικό όργανο και μέσον θανάτου. Αυτό χρησιμοποιούσαν όλοι οι λαοί της Ανατολής, αλλά και οι Αιγύπτιοι. Παρά ταύτα, ο σταυρός χρησιμοποιείτο και ως λατρευτικό σύμβολο από τους αρχαίους λαούς (Αιγυπτίων, Φοινίκων, Ασσυρίων, Ινδών, Βαβυλωνίων και Κρητών). Έτσι, στο Αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου Κρήτης, υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα των Μινωϊκών χρόνων, τα οποία φέρουν ισοσκελείς σταυρούς, που από την θέση τους φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ως λατρευτικά σύμβολα.

Ο συνηθέστερος, όμως, σταυρός στους αρχαίους χρόνους, ήταν το σχήμα (Τ). Σ’ αυτό το σχήμα σταυρώθηκε και ο Ιησούς Χριστός. Οι μαρτυρίες της αρχαίας παραδόσεως και των αρχαιολογικών ανασκαφών, το μαρτυρούν αυτό με ακρίβεια.

Η Αποστολική και Μεταποστολική Εκκλησία, δεν χρησιμοποιούσε το σταυρό στην λατρεία της. Βαθμιαία, όμως, οι χριστιανοί, μετά τον α’ αιώνα, προκειμένου να παραστήσουν διάφορα πρόσωπα ή αρετές ή αντικείμενα της χριστιανικής πίστεως, χρησιμοποίησαν ορισμένα σύμβολα μεταξύ των οποίων ήταν και ο σταυρός. Ο Ποιμήν, ο αμνός (του Χριστού), η λύρα (της προσευχής), η ναύς (=πλοίο. Της εκκλησίας), η άγκυρα (της ελπίδας) ο φοίνικας (της αναστάσεως), ο ιχθύς (Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.).

Ενώ λοιπόν η αρχαία παράδοση και η αρχαιολογία θέλουν τον σταυρό σε σχήμα (Τ), τριμερή και ανισοσκελή, στους βυζαντινούς χρόνους, που όλοι έκαναν τους θεολόγους -από τον Αυτοκράτορα μέχρι και τον οδοκαθαριστή-, άλλαξαν το σχήμα του σταυρού, προς το ευπρεπέστερο, και το εμφάνισαν σε σχήμα αποτελούμενο από τέσσερα ισοσκελή μέρη. Ο σταυρός αυτός καλείται Βυζαντινός.

Όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, η αρχέγονη Εκκλησία δεν χρησιμοποιούσε τον σταυρό στη λατρεία της, ούτε άλλο υλικό αντικείμενο χρησιμοποιούσε προκειμένου να λατρεύσει τον Θεό «εν πνεύματι και αληθεία». Εν τούτοις, το όραμα το Μ. Κωνσταντίνου (312) και η εύρεση του σταυρού από τη μητέρα του Ελένη, συνέβαλαν ώστε ο σταυρός να εισαχθεί στην εκκλησία σαν απαραίτητο στοιχείο λατρείας. Ο Μ. Κωνσταντίνος λοιπόν, έδωσε αυτή την αφορμή ενώ ακόμα δεν ήταν χριστιανός. Συμπαθούσε τους χριστιανούς, διότι αυτό ήταν το συμφέρον του, αλλά δεν έπαυε να ήταν λάτρης της θρησκείας των Ρωμαίων. «Κατά την διάρκειαν της ζωής του παρέμεινε ο pontifix maximus (ο άκρως Αρχιερεύς)» της ειδωλολατρικής θρησκείας.

Μετά την κατασκευή του Λαβάρου, από τον Μ. Κωνσταντίνο, και μετά την νίκη του κατά του Μαξεντίου, διαδόθηκε στον χριστιανικό κόσμο το σημείο του σταυρού και η λατρεία προς αυτό, εφ’ όσον οι άνθρωποι πίστεψαν ως αληθινό το ψεύτικο όραμα του Μ. Κωνσταντίνου. «Ενός ατόπου δοθέντος, μύρια έπονται».

Έτσι, «η σημείωσις του σταυρού εγίνετο… πρωταρχικώς μέν δια του ενός δακτύλου του μεγάλου αντίχειρος (μονοδάκτυλος σημείωσις) επί του μετώπου και του στήθους μέχρι του 5ου αιώνος. Αργότερα δε, και μάλιστα από του 6ου αιώνος, η σημείωσις εγίνετο δια των δύο δακτύλων (διδάκτυλος), του μέσου και του δείκτου ή λιχανού, όπως δηλαδή κάνουν σήμερα τον σταυρόν τους οι Καθολικοί, και εκ των Ρώσσων οι λεγόμενοι Ρασκολνίκοι ήτοι Παλαιόπιστοι. Τέλος από του 8ου αιώνος και εντεύθεν, εις την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν, επεκράτησεν η τριδάκτυλος σημείωσις του τ. Σταυρού, δηλαδή η δια των τριών δακτύλων» («Ο Σταυρός», Χ. Ενισλείδου, σελίς 61).

Υποστηρίζεται ότι το όραμα του Μεγ. Κωνσταντίνου ήταν πραγματικό. Οι υποστηρίζοντες αυτό, στηρίζονται στους συγχρόνους του Μεγ. Κωνσταντίνου, Λακτάντιο και Ευσέβιο. «Οι πηγές όμως που αναφέρονται στο γεγονός αυτό προκαλούν πολλές διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών. Η παλαιοτέρα περιγραφή ενός θαύματος, ανήκει στον χριστιανό –σύγχρονο του Κωνσταντίνου- Λακτάντιο, που στο βιβλίο του «Ο θάνατος των Διωκτών» ομιλεί μόνο για την ειδοποίηση που πήρε σε ένα όνειρό του ο Κωνσταντίνος να χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα του θείου σημείου του Χριστού (Coeleste signum Dei). Ο Λακτάντιος δεν αναφέρει τίποτε για το όραμα που υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό». «Ένας άλλος σύγχρονος του Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος, ομιλεί για τη νίκη κατά του Μαξεντίου σε δύο από τα βιβλία του, στο παλαιότερο του έργο «Η Εκκλησιαστική Ιστορία», ο Ευσέβιος παρατηρεί μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας να σώσει την Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και για τον Λόγο Του, τον Ιησού Χριστό… Τίποτε όμως όμως δεν αναφέρεται για το όνειρο. Ένα άλλο έργο, «Η ζωή του Κωνσταντίνου», που γραμμένο εικοσιπέντε χρόνια μετά τη νίκη εναντίον του Μαξεντίου, που αποδίδεται –κακώς- στον Ευσέβιο, αναφέρει ότι ο ίδιος ο Αυτοκράτωρ είπε και βεβαίωσε με όρκο την γνωστή του ιστορία, ότι δηλαδή βαδίζοντας κατά του Αυξεντίου, είδε πάνω από τον ήλιο που έδυε, έναν φωτεινό Σταυρό με τις λέξεις, «Τούτω νίκα»… Οι πληροφορίες αυτές όμως είναι τόσο αντίθετες μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορικό υλικό» (A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 70-72).

Ο ιστορικός, επίσης, Κ. Παπαρρηγόπουλος δέχεται ως υπερβολικά τα εγκώμια που αναφέρει ο Ευσέβιος περί Κωνσταντίνου. Συνεπώς, για ένα τόσο σοβαρό θέμα, δεν επιτρέπεται να στηριζόμαστε σε αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες, σε ελλιπή σημεία και σε πλαστογραφημένα βιβλία. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι ο Κωνσταντίνος αντελήφθη «ότι στο μέλλον ο χριστιανισμός θα ήταν η κυρία ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της Αυτοκρατορίας και θέλησε να ενισχύση την ενότητα της Αυτοκρατορίας μέσω μιας ενότητος της Εκκλησίας». Έχων δε δύναμιν μικροτέραν του αντιπάλου του, «και βλέπων τους μέν οιωνούς της ειδωλολατρείας απαισίους, τους δε στρατηγούς τεταραγμένους, ησθάνθη την ανάγκην να επιζητήση ετέραν προστασίαν». Εξ αφορμής τούτου απεφάσισε να ζητήση την βοήθειαν του Θεού των χριστιανών και εσοφίσθη την κατασκευήν του ιστορικού Λαβάρου προς ενθάρρυνσιν των χριστιανών, «ενώ η καρδία του περέμεινεν εθνική», ως «υποστηρικτής της λατρείας του Ηλίου», «εφόσον έγινε πραγματικός χριστιανός μόνον τον χρόνο που πέθανε». Προηγουμένως δε «ούτε μεταξύ των κατηχουμένων είχε καταταχθή».

Βεβαίως δεν παραβλέπουμε την ευεργεσία του Μεγ. Κωνσταντίνου προς τον χριστιανισμό, αλλά δε μπορούμε να επαινέσουμε και τις ατασθαλίες του, διότι, «έπτεσεν πολλάκις και ως άνθρωπος και ως πολιτικός ανήρ». Η Εκκλησία όμως, «θεώρισεν αυτόν ανεύθυνον, διότι (τα αμαρτήματά του) υπήρξαν προϊόν αλλοτρίας ανατροφής και έξεως» (Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία, Τόμ. Β’ μέρος β’ σελίς 148, 151). Πάντως, γεγονός είναι ότι «βλέπων προσεγγίζοντα τον θάνατον προσήλθεν εις την εκκλησίαν και προσκυνήσας εξωμολογήθη γεγωνυία τη φωνή τα αμαρτήματα αυτού».

Εν πάση περιπτώσει, χαλκεύτηκε το όραμα, πλαστογραφήθηκε το όνειρο, και ο Σταυρός «το ξύλον της κατάρας», εισήχθηκε στη λατρεία της Εκκλησίας. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι παραδόσεις περί της ευρέσεως του «Τιμίου Σταυρού» περιέχουν μεγάλη δόση ανοησιών.

Από τους αντιφρονούντες, διαμαρτυρομένους βεβαίως, εγείρετε το ερώτημα: Πώς «το ξύλον της κατάρας», ο σταυρός, ονομάζεται σήμερα «τίμιον ξύλο»; Η αντίρρηση τους αυτή, εμποδίζει ορισμένες τάξεις από του να έχουν το σημείο του σταυρού στους Ευκτήριους Οίκους τους και στις οικογένειές τους, ενώ τον διατηρούν στις Άγιες Γραφές τους. Είναι και αυτό ένα σημείο από «τα παράξενα των ανθρώπων». Βεβαίως δεν θα συμφωνήσουμε με την άποψη τους αυτή. Ο σταυρός ήταν «το ξύλον της κατάρας», αλλά και ο σταυρωμένος ήταν «επικατάρατος». Πώς συμβαίνει, λοιπόν, τον Χριστό, «όστις έγινεν επικατάρατος επί του σταυρού», να τον λατρεύουν μετά την σταυρική Του θυσία, ως Εκείνον εις τον οποίον «κατοικεί πάν το πλήρωμα της Θεότητος», ως τον Σωτήρα, τον Λυτρωτή, τον Βασιλιά, και τον Σταυρό, επί του οποίου χύθηκε το Τίμιο Αίμα της Σωτηρίας μας να τον ονομάζουμε ακόμα «ξύλον κατάρας»; Άρα, όπως νομίζω, μετά τον θάνατο του Χριστού εξέλειπε πλέον η ατιμωτική σημασία του Σταυρού. Λατρεύοντας τον Θείο Λυτρωτή, νομίζω ότι δεν θα είναι λάθος να δεχτούμε ότι, όντως εξέλειπε η ατιμωτική σημασία του οργάνου εκείνου επί του οποίου χύθηκε το Αίμα της σωτηρίας μας. Συνεπώς, ο Σταυρός πρέπει να υπάρχει στους ναούς, στους ευκτήριους οίκους και στο σπίτι κάθε χριστιανού για να μας υπενθυμίζει το όργανο επί του οποίου πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μας, αλλά, να μη αποτελεί στοιχείο λατρείας. Διότι –δυστυχώς- αυτή η παραγνωρισμένη χρησιμοποίησή του, οδήγησε την Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να τον εμφανίζουν σαν πρόσωπο, με όλες τις αρετές, με όλα τα ηθικά και λογικά προσόντα των θεοειδών ιδιοτήτων, της παντοδυναμίας, της παγγνωσίας, καρδιογνωσίας, πανσοφίας, πανταχού παρουσίας, αγάπης, αιωνιότητας, σοφίας κ.λ.π., τον εμφανίζουν ότι δέχεται προσευχές, ακούει τους επικαλουμένους αυτόν και είναι ικανός να ανακουφίσει, να σώσει, να θεραπεύσει, να συγχωρήσει, να παρηγορήσει κ.λ.π. Απευθυνόμενοι δε, οι ιερείς και οι ψάλτες, προς τον σταυρό κατά την εορτή του, τον παρακαλούν –αυτό το ξύλο- και τον ικετεύουν, λέγοντες: «Σταυρέ του Χριστού, σώσον ημάς». Υπάρχει και σχετικό τροπάριο: «Σταυρός ο φύλαξ πάσης της οικουμένης…» κ.λ.π. Ακούει όμως ο σταυρός που είναι ένα άψυχο ξύλο; Το ξύλο ακούει; Εάν αυτή είναι η χριστιανική θρησκεία, τότε τι είναι ειδωλολατρεία;

Εν προκειμένω, οι αντιφρονούντες ορθόδοξοι, θα εγείρουν φωνή διαμαρτυρίας, λέγοντες ότι, δια της παρακλήσεως προς τον σταυρό απευθύνονται στην χάρη του σταυρού. Η διαμαρτυρία τους όμως αυτή, θα είναι ανόητη. Διότι, ο σταυρός, σαν ξύλο άψυχο, όπως τον βλέπουν και τον προσκυνούν, δεν είναι νοητή παντοδύναμη ύπαρξη, να δύναται να παράσχει στους ανθρώπους την αναγκαία εύνοια, η οποία θα τους βοηθήσει να ιδιοποιηθούν, τα αγαθά της εν Χριστώ απολυτρώσεως. Χάρις είναι η εκδήλωση της αγάπης και της υπερφυσικής δωρεάς του Θεού προς τον άνθρωπο, δια της οποίας, η παντοδύναμη αγαθότητα του Πανάγαθου Πατέρα μας, εκδηλώνει εύνοια, οίκτο, συγκατάβαση, αγαθότητα και δύναμη πνεύματος, για να γίνει ικανή η ανθρώπινη φύση και θέληση, να εννοήσει και να αποδεχτεί την σωτήρια χάρη της αφέσεως των αμαρτιών και της πνευματικής δυνάμεως, μέσω της οποίας θα πραγματοποιήσει την χριστιανική διδασκαλία.

Συνεπώς, «αρχή και πηγή εκ της οποίας προέρχεται και εκπηγάζει η Χάρις», δεν είναι ο σταυρός, ούτε άλλο έμψυχο όν ή άψυχο αντικείμενο, αλλά ο Θεός, ο οποίος για χάρη μας επέτρεψε να σταυρωθεί ο Ιησούς Χριστός, και με την θυσία Του να ικανοποιηθεί η Θεία δικαιοσύνη, ενώ η Θεία αγάπη να δύναται να επιχύσει το έλεος του παντοδύναμου Θεού, και την αμνηστία, σε όσους μετανοήσουν και πιστέψουν στον ιλασμό του Θείου Λυτρωτή.

Εάν υπήρχε θείος ζήλος και Βιβλική μόρφωση στο ιερατείο, θα εξέταζαν από τις πηγές την θρησκεία την οποία παρέλαβαν από τους γονείς και διδασκάλους τους και θα κατέβαλαν γενναία προσπάθεια καθαρισμού των –εκτός του θείου υποδείγματος- στοιχείων, τα οποία αφορούν τις ουράνιες υποθέσεις. Επειδή όμως υπάρχει έλλειψη θείου ζήλου, άγνοια την θείας Γραφής και επαγγελματισμός, άφησαν να παγιωθούν, όλα όσα τα στείρα πνεύματα πρόσθεσαν στην λατρεία. Έτσι, ο κοινός λαός συνήθισε να ατενίζει και να προσβλέπει στα άψυχα, όχι στα έμψυχα, στον σταυρό, και όχι στον Σταυρωμένο.

Το κακό όμως προχώρησε. Συνέταξαν, «οι ειδικοί» στην άγνοια και ανειδίκευτοι στις θείες υποθέσεις, και Ακολουθία-Τελετή χαιρετισμών του Σταυρού, κατά την οποία τον εμφανίζουν ως νοητή ύπαρξη και τον παρακαλούν λέγοντες: «Χαίρε σταυρέ νοητή ρομφαία… Περιφρούρει και σκέπε τη σή χάριτι, τους σοί κράζοντας, χαίρε ξύλον μακάριον –φύλαξ –φώς –προστάτη –μεσίτη –παράκλητε –εμψυχωμένε πνεύματος –ζωοπάροχε –ζωοδότα –σκέπη» κ.λ.π. Αυτά έγιναν αφορμή, ώστε ο σταυρός να γίνει το υποκατάστατο της προσευχής. Ο λαός, αντί να προσεύχεται κάνει το σημείο του σταυρού. Είναι σωστό; Όχι! Η προσευχή είναι συνομιλία με τον Θεό, ενώ ο σταυρός το σημείο του φονικού οργάνου επί του οποίου θανάτωσαν τον θείο Λυτρωτή.

Αρκεί να προσέξει κανείς στο λειτουργικό βιβλίο «Ωρολόγιον», σελ.583-595, εκδόσεως Αποστολικής Διακονίας, (σελίς 471 στις εκδόσεις «Αστήρ»), και θα φρίξει με αφορμή τις αντιγραφικές ανοησίες που περιέχονται στην εν λόγω Τελετή – Ακολουθία των χαιρετισμών του Σταυρού, και δεν θα δυσκολευτεί να ρωτήσει ότι και εμείς ρωτάμε: Εάν αυτή είναι η χριστιανική θρησκεία, τότε, τι είναι ειδωλολατρεία;

 

Από το περιοδικό «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ»
Στυλ. Χαραλαμπάκη.
Αρ. Τεύχους 86, σελ. 13-16, Ιανουάριος 1973

 

Αντιγραφή, επιμέλεια και απόδοση στην δημοτική
κατόπιν ευγενικής αδείας του συγγραφέα
 
Γιώργος Οικονομίδης
16 Μαΐου 2008

 

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ

Από Γιώργος Οικονομίδης

Γεννημένος τό 1960, ο Γιώργος Οικονομίδης ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες ώς πρός τό ζήν. Τό έτος 1988 ο Λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, μπήκε πλέον στην ζωή του και -συγκρίνοντας την Αγία Γραφή με την θρησκεία- του ετέθη στην ψυχή του τό μεγαλύτερο ερώτημα... "ΘΡΗΣΚΕΙΑ ή ΧΡΙΣΤΟΣ"; και έκτοτε, εφόσον επέλεξε τόν Χριστό, παρέδωσε την καρδιά του στόν Κύριο και Σωτήρα του Ιησού Χριστό, όπου και Τόν υπηρετεί από τότε με ποικίλους τρόπους, όπως: Αρθρογράφος σε εφημερίδες με δική του μόνιμη στήλη και, εκφωνητής επί τριετία σε Χριστιανικό Ραδιοφωνικό Πρόγραμμα του εξωτερικού (στην Ελληνική γλώσσα), όπου συνεχίζει επί σειρά ετών την διακονία του στό διαδίκτυο με την Χριστιανική Ιστοσελίδα του "sporeas.gr", καταναλώνοντας με αγάπη την ζωή και τόν χρόνο του στό έργο αυτό. Για 15 περίπου έτη εργαζόταν την επιχείρηση του στό εξωτερικό, όπου με την Χάρη και την βοήθεια του Θεού την ξεκίνησε από τό "μηδέν". Τό έργο του Θεού συνεχίζεται ανά τόν κόσμο και ο Γιώργος Οικονομίδης καταναλώνεται στό να συμβάλει στό οικοδόμημα αυτό ανάμεσα στους Έλληνες συμπατριώτες του και όχι μόνον, παρουσιάζοντας την αλήθεια του Ευαγγελίου ενάντια στό ιερατικό κατεστημένο που αρέσκεται στό καλλιεργημένο ψεύδος.